Όλα  τα  βίαια  επαναστατικά  κινήματα  και  όλες  οι  ολοκληρωμένες  δικτατορίες  έχουν  κάποια  πράγματα  κοινά, αν  και  στην  περίπτωση  του  ιταλικού  φασισμού  και  του  μπολσεβικισμού  οι  διαφορές  ήταν  τουλάχιστον  το  ίδιο  σημαντικές.  Μετά  το  θάνατο  του  Λένιν  το  1924  και  τη  μετέπειτα  διατύπωση  του  Στάλιν: «Ο  σοσιαλισμός  σε  μια  μόνο  «χώρα», αυξήθηκαν  οι  εικασίες  γύρω  από  τη  ρωσική  εθνικοποίηση  του  μπολσεβικισμού  και  τη  γέννηση  στη  Ρωσία  ενός  «εθνικού  κομουνισμού».  Η  έννοια  του  «κόκκινου  φασισμού», και  γενικά  του  ολοκληρωτισμού, θα  εξαπλωθεί  περαιτέρω, ιδιαίτερα  κατά  την  πρώτη  φάση  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου  και  την  πρώτη  δεκαετία  του  Ψυχρού  Πολέμου  που  ακολούθησε.

Η  γενιά  που ήρθε  μετά  τον  Α΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  παρήγαγε  τις  πιο  ακραίες  πολιτικές  συγκρούσεις  σε  όλη  την  ευρωπαϊκή  ιστορία, καθώς  η  πολιτική  κοινωνία  σε  πολλές  χώρες  ήταν  διασπασμένη, και  την  ίδια  στιγμή, πολλές  φορές, έτεινε  να  πολώνεται  μεταξύ  της  Δεξιάς  και  της  Αριστεράς.  Η  αιτία  που  αυτή  η  εποχή  ήταν  εποχή  σύγκρουσης  ήταν  τόσο  οι  τραυματικές  εμπειρίες  του  πολέμου  όσο  και  οι  θεμελιώδεις  αλλαγές. Αυτή  ήταν  επίσης  η  πρώτη  γενιά  που  ένιωσε  τον  πλήρη  αντίκτυπο  των  ευρέων  διαδικασιών  του  εκσυγχρονισμού  και  του  εκδημοκρατισμού.  Η  αστικοποίηση  αυξήθηκε, οι  εκπαιδευτικές  ευκαιρίες  διευρύνθηκαν  και  οι  χαμηλές  και  μεσαίες  τάξεις  ήταν  οργανωμένες  σε  μεγαλύτερη  έκταση  και  πολιτικά  πολύ  πιο  συνειδητές  απ’ ό,τι  πριν  από  τον  πόλεμο.  Αλλά  για  το  μεγαλύτερο  μέρος  της  Ευρώπης  ο  πόλεμος  έδωσε  τέλος  ή  και  αντέστρεψε  την  τάση  για  διεύρυνση  της  οικονομικής  παραγωγής  και  της  ευημερίας, με  αποτέλεσμα, μετά  τον  πόλεμο, να  οξυνθεί  ο  ανταγωνισμός  για  μεγαλύτερα  κομμάτια  μιας  όλο  και  μικρότερης  πίτας.  Η  καταστροφή  της  παλιάς  τάξης  πραγμάτων  και  η  εξασθένηση  των  προπολεμικών  θεσμών  αύξησε  σε  πολλές  χώρες  πάρα  πολύ  τη  δύναμη  της  Αριστεράς, αλλά  οι  ίδιες  εμπειρίες  ενθάρρυναν  επίσης  τη  ραγδαία  επέκταση  νέων  εθνικιστικών  ομάδων  που, γενικά, ήταν  πιο  ριζοσπαστικές  και  με  ευρύτερη  βάση  από  τις  ανάλογες  προπολεμικές  ομάδες, δημιουργώντας  τις  προϋποθέσεις  για  αύξηση  του  επιπέδου  των  συγκρούσεων.

Στη  διάρκεια  της  εκλογικής  εκστρατείας  του  1932, κεντρικό  σύνθημα  των  ναζί  ήταν  ότι  μόνο  αυτοί  θα  μπορούσαν  να  σώσουν  τη  Γερμανία  από  τον  εμφύλιο  πόλεμο.  Υποσχέθηκαν  ασφάλεια  από  το  μαρξισμό, αλλά  ανέπτυξαν  επίσης  ζωηρή  δράση  εναντίον  της  «αντίδρασης»  που  προσωποποιούνταν  στη  μορφή  της  δεξιάς  «κυβέρνησης  των  βαρόνων»  του  Πάπεν.  Υποσχέθηκαν  επίσης  ότι  θα  σώσουν  τη  Γερμανία  από  το  αμερικανικό  σύστημα  ή  τον  άγριο  καπιταλισμό.  Στο  τέλος  του  χρόνου  ο  αριθμός  των  μελών  έφτασε  τις  450.000, ο  μεγαλύτερος  από  κάθε  άλλο  πολιτικό  κόμμα, με  400.000  στην  SA  κι  έναν  παρόμοιο  αριθμό  εργατών  στις  ναζιστικές  εργατικές  ομάδες.  Γύρω  στο  8%  των  μελών  του  κόμματος  ήταν  γυναίκες, 25%  ήταν  εργάτες, και  γύρω  στα  2/3  προέρχονταν  από  διάφορες  μερίδες  των  μεσοαστικών  τάξεων.  Οι  περισσότεροι  από  τους  εργάτες  ναζί  ήταν  «Στρατιώτες  της  Θύελλας»  της  SA, αφού  τουλάχιστον  το  50-55%  των  μελών  της  SA  προερχόταν  από  την  εργατική  τάξη.  Τον  Ιούλιο  του  1932, το  ποσοστό  της  εκλογικής  υποστήριξης  προς  τους  ναζί  αυξήθηκε  σε  όλα  τα  κοινωνικά  στρώματα.  Τη  μεγαλύτερη  αύξηση  παρουσίασε  στις  προτεσταντικές  μικρές  πόλεις  και  στις  αγροτικές  περιοχές.  Οι  ναζί  τα  πήγαν  επίσης  καλά στις  περιοχές  όπου  κατοικούσαν  οι  ελίτ, στα  αυτοαπασχολούμενα  μέλη  της  «παλιάς  μεσαίας  τάξης», στους  δημόσιους  υπαλλήλους, καθώς  επίσης  και  στους  εργάτες  σε  μικρά  εργοστάσια  και  βιοτεχνίες. Αν  οι  περισσότερες  ψήφοι  τους  προέρχονταν  από  τη  μεσαία  τάξη, το  1/3  ή  και  ακόμη  περισσότερο  ήρθε  από  τους  εργάτες.  Αντιστρόφως, οι  ναζί  δεν  τα  πήγαν  καλά  μεταξύ  των  καθολικών  και  ανάμεσα  στους  βιομηχανικούς  εργάτες, κι  όχι  ιδιαίτερα  καλά, επίσης, στους  υπαλλήλους. Οι  γυναίκες  γενικά  τους  υποστήριξαν  λιγότερο  από  τους  άνδρες.

Ένα  αξιοσημείωτο  χαρακτηριστικό  των  εκλογών  του  1932  ήταν  η  δραματική  μείωση  της  εκλογικής  απήχησης  όλων  των  φιλελεύθερων  και  μετριοπαθών  κομμάτων  των  μεσαίων  τάξεων  εκτός  του  Καθολικού  Κέντρου, με  την  απήχηση  του  δεξιού  ριζοσπαστικού  DNVP  να  μειώνεται  λιγότερο  απ’  ό,τι  αυτή  των  φιλελευθέρων  προτεσταντικών  κομμάτων. Τα  μεσοαστικά  κόμματα  αποκήρυξαν  τον  ναζιστικό  «σοσιαλισμό»  και  τα  «κηρύγματα  περί  επανάστασης», χαρακτηρίζοντας  τους  ναζί  ως  αριστερούς  που  πήγαιναν  «χέρι-χέρι»  με  τους   κομουνιστές, αλλά  η  απήχηση  τέτοιων  απόψεων  ελαττωνόταν.  Παράλληλα, όλα  τα  μεσοαστικά  κόμματα, με  την  εξαίρεση  του  Καθολικού  Κέντρου, διασπάστηκαν. Οι  αποσχισθέντες  δημιούργησαν  νέες  ομάδες  και  μετακινήθηκαν  περισσότερο  προς  τα  δεξιά.

Το  μόνο  κόμμα  που  παρουσίασε  αξιοσημείωτη  αύξηση  ψήφων, εκτός  των  ναζί, ήταν  οι  κομουνιστές. Οι  κομμουνιστές  έβλεπαν  πάντα  ως  κύριους  εχθρούς  τους  τους  σοσιαλδημοκράτες, και  μερικές  φορές  συνεργάστηκαν  με  τους  ναζί  εναντίον  του  υπάρχοντος  δημοκρατικού  συστήματος. Την  ίδια  στιγμή, έχοντας  επίγνωση  του  ότι  οι  ναζί  αύξαναν  την  απήχησή  τους  μέσα  στους  εργάτες, χρησιμοποίησαν  και  αυτοί  την  ίδια  δημαγωγική  εθνικιστική  ιδεολογία. Η  καθημερινή  σοσιαλιστική  εφημερίδα  Vorwarts  (Εμπρός), όταν  οι  κομουνιστές  υιοθέτησαν  την  τακτική  του  «ενωμένου μετώπου  από  τα  κάτω»  προσπαθώντας  να  κερδίσουν  με  το  μέρος  τους  φιλοναζιστές  εργάτες  μέσα  από έναν  μικρό  αριθμό  κοινών  πρωτοβουλιών  με  τους  ναζί, διαμαρτυρόταν  ότι  οι  κομμουνιστές  είχαν  γίνει  «περισσότερο  εθνικοσοσιαλιστές  από  τους  ναζί». Αυτό  όμως  δεν  ωφέλησε  καθόλου  τους  κομουνιστές.

Η  πολιτική  βία  αυξανόταν  σταθερά  από  το  1928  έως  το  1933, εντεινόμενη  κατά  τη  διάρκεια  των  μαζικών  κινητοποιήσεων  του  1930  και  συνεχίζοντας  με  τους  ίδιους  ρυθμούς  εξάπλωσης  και  μετά. Οι  βίαιες  ενέργειες  περιελάμβαναν  κυρίως  zusammenstosse, ή  συγκρούσεις  συμμοριών, ανάμεσα  στους  ναζί  και  τους  κομουνιστές, αν  και  οι  ναζί  μερικές  φορές  επιτίθενταν  κι  εναντίον  σοσιαλιστών, που  έδειχναν  μεγαλύτερη  απροθυμία  να  εμπλακούν  σε  βίαιες  ενέργειες  από  ό,τι  οι  κομουνιστές. Η  γενικευμένη  τρομοκρατία  ή  οι  προγραμματισμένες  δολοφονίες  ηγετικών  προσωπικοτήτων  δεν  περιλαμβάνονταν  στις  βίαιες  τακτικές  αυτών  των  ομάδων. Οι  βίαιες  ενέργειες  είχαν  να  κάνουν  μ’ έναν  αυξανόμενο  αριθμό  συμπλοκών, χτυπημάτων  και  δολοφονιών  στους  δρόμους  των  μεγάλων  πόλεων,  και  μερικές  φορές  σε  πολιτικές  συγκεντρώσεις  και  ταβέρνες.  Υπό  κανονικές  συνθήκες, στόχος  δεν  ήταν  η  δολοφονία  του  εχθρού, και  πολλές  συρράξεις  είχαν  ως  αποτέλεσμα  μικροτραυματισμούς. Οι  Γερμανοί  κομουνιστές  ήταν  πάντα  πρόθυμοι  να  προχωρήσουν  σε  βίαιες  ενέργειες. Αν  και  συμμετείχαν  σε  μερικές  κοινές  απεργιακές  κινητοποιήσεις  και  πολιτικές  πρωτοβουλίες  με  τους  ναζί, συνήθως  προχωρούσαν  σε  δικές  τους  ανεξάρτητες  επιθετικές  πρωτοβουλίες, που  μερικές  φορές  συμπεριελάμβαναν  βίαιες  τακτικές.

Οι  στόχοι  του  Χίτλερ  όταν  κατέλαβε  την  εξουσία  ήταν  πολύ  καθαρότεροι  από  του  Μουσολίνι. Το  μονοκομματικό  κράτος  και  η  πολιτική  δικτατορία  επετεύχθησαν  μέσα  σε  πεντέμισι  μήνες  αντί  για  τρία  χρόνια. Το  νέο  καθεστώς  μερικές  φορές  αποκαλούνταν  «ολικό  κράτος»  και  «κράτος  του  Fuhrer», αλλά  ο  προερχόμενος  από  την  Ιταλία  όρος  ολοκληρωτικό  σπάνια  χρησιμοποιούνταν.

Ο  Χίτλερ  αντιλαμβανόταν  τον  εθνικοσοσιαλισμό  ως  αδιάλειπτη  επαναστατική  διαδικασία, επιδίωκε  όμως  μια  επανάσταση  ιδιαίτερου  τύπου – τη  φυλετική  επανάσταση.  Στην  πορεία, άρχισε  να  περιφρονεί  τελείως  την  αριστοκρατία, τους  ηγέτες  των  επιχειρηματιών  και  όλες  τις  παλιές  ελίτ, οι  οποίες  θα  έπρεπε  να  αντικατασταθούν  από  τις  νέες  φυλετικές  ελίτ  του  καθαρού  γερμανικού  Volk. Αυτό  απαιτούσε  επίσης  μια  revolution  der  Gesinnung  (επανάσταση  στα  αισθήματα), με  την  οποία  οι  Γερμανοί θα  ανέπτυσσαν  όχι  μόνο  μια  εξαγνισμένη  φυλή, αλλά  κι  έναν  καινούργιο  τρόπο  σκέψης  και  πνεύματος.  Σύμφωνα  με  τον  Χίτλερ, «αυτοί  που  στον  εθνικοσοσιαλισμό  βλέπουν  μόνο  ένα  πολιτικό  κίνημα, δεν  ξέρουν  τίποτα  γι’  αυτόν.  Είναι  κάτι  περισσότερο  κι  από  θρησκεία. Θα  δημιουργήσει  έναν  καινούργιο  άνθρωπο».

Δεν έμπαινε ζήτημα κάποιας άμεσης ολοκληρωτικής  κοινωνικοοικονομικής  επανάστασης, όπως  στη  Σοβιετική  Ένωση, αφού  αυτό  δεν  συγκαταλεγόταν  στους  βασικούς  στόχους  του  Χίτλερ. Ο  εθνικοσοσιαλισμός  ήρθε  στην  εξουσία  σε  μια  ανεπτυγμένη  κοινωνία  σε  κατάσταση  πολιτικής  αποσύνθεσης. Όμως  οι  υπόλοιποι  θεσμοί  και  οι  δομές  αυτής  της  κοινωνίας  παρέμεναν  ανεπτυγμένοι  και  άθικτοι.  Ο  μετασχηματισμός  τους  έπρεπε  να  περιμένει  την  ολοκλήρωση  των  βασικών  στόχων  του  Χίτλερ, οι  οποίοι  απαιτούσαν  την  αντιστροφή  της  λενινιστικής-σταλινικής  προτεραιότητας  της  εσωτερικής  επανάστασης.  Την  προηγούμενη  δεκαετία, οι  εξωτερικοί  περιορισμοί  της  σοβιετικής  εξουσίας  εξανάγκασαν  τον  Στάλιν  να  επικεντρώσει  στην  εσωτερική  «σοσιαλιστική  επανάσταση  σε  μια  μόνο  χώρα».  Αντιστρόφως, ο  Χίτλερ  μπορούσε  να  πραγματοποιήσει  τον  τελικό  του  στόχο  της  πλήρους  φυλετικής  επανάστασης  μόνο  με  εξωτερική  επέκταση. Πίστευε  ότι  θα  είχε  μόνο  μια  σύντομη  ευκαιρία – ίσως  κάτι  περισσότερο  από  μια  δεκαετία – για  να  κυριεύσει  την  Ευρώπη  και  να  κατακτήσει  το  Lebensraum  που  χρειαζόταν  για  τη  φυλετική  του  επανάσταση. Γι’ αυτό  ο  Χίτλερ  θέλησε  να  αναπτύξει  γρήγορα  μια  λειτουργική  δικτατορία  που  θα  του  επέτρεπε  να  επικεντρωθεί  στη  στρατιωτική  επέκταση  σε  λιγότερο  από  μια  δεκαετία. Αυτό  απαιτούσε  την  απόλυτη  υποταγή  όλων  των  άλλων  ελίτ  σ’ αυτό  το  σύστημα, αλλά, για  την  ώρα, όχι  και  την  εξάλειψή  τους.

Πολλά  έχουν  λεχθεί  από  μαρξιστές  σχολιαστές, στη  διάρκεια  της  δεκαετίας  του  ’30  και  για  μισό  αιώνα  σχεδόν  μετά, γύρω  από  την  υποτιθέμενη  κυριαρχία  του  κεφαλαίου  επί  της  γερμανικής  οικονομίας  υπό  τον  εθνικοσοσιαλισμό, όταν  στην  πραγματικότητα  η  αλήθεια  βρίσκεται  σχεδόν  στο  άλλο  άκρο. Είναι  πολύ  σημαντικό  «να  διαχωρίσουμε  τα  τυχαία  ωφελήματα  που  οι  καπιταλιστές  απολάμβαναν  λόγω  της  ναζιστικής  εξουσίας  και  την  πραγματική  ταυτότητα  συμφερόντων  μεταξύ  της  βιομηχανίας  και  του  ναζιστικού  καθεστώτος». Ο  Άλαν  Μίλγουορντ, που  είναι  ίσως  ο  πιο  συστηματικός  μελετητής  της  συγκριτικής  φασιστικής  πολιτικής  οικονομίας, κρίνει  ότι  «η  καινούργια [φασιστική]  κυβέρνηση  δεν […]  “διατήρησε  το  καπιταλιστικό  σύστημα”. Άλλαξαν  τους  όρους  του  παιχνιδιού, και  το  αποτέλεσμα  ήταν  η  ανάδυση  ενός  καινούργιου  συστήματος». Και  προσθέτει: «Τελικά  είναι  αυτή  η  εμμονή  στην  επανάσταση  με  οποιοδήποτε  κόστος, η  πλήρης  άρνηση  συμβιβασμού, το  γεγονός  ότι  ο  Χίτλερ  στην  Τελική  Διαθήκη  του  έδωσε  πολύ  μεγάλη  έμφαση  στην  εξάλειψη  των  Εβραίων, που  κάνει  τον  ιστορικό  να  κλείνει  προς  την  άποψη  ότι  υπήρχε  μια  θεμελιώδης  ασυμβατότητα  ανάμεσα  στις  φασιστικές  αντιλήψεις  και  τις  φιλοδοξίες  των  μεγάλων  επιχειρήσεων».

Οι  εθνικοσοσιαλιστές,  όπως  και  οι  περισσότερες  γερμανικές  εθνικιστικές  ομάδες  πριν  από  αυτούς, ανακήρυξαν  τη  γερμανική  κοινωνία  ως  Volksgemeinschaft, ή  «κοινότητα  του  λαού», η  οποία  θα  ένωνε  όλους  τους  αληθινούς  Γερμανούς  και  θα  ξεπερνούσε  όλες  τις  παλιές  διαφορές. Στόχος  δεν  ήταν  η  απόλυτη  κοινωνική  ισότητα, αλλά  ένα  σύστημα  οργανωμένης  ενότητας  όπου  οι  διάφοροι  τομείς  της  κοινωνίας  θα  συνεργάζονταν  αρμονικά  για  να  ικανοποιήσουν  τις  ανάγκες  όλων.  Αυτό  θα  επέτρεπε  επίσης  την  άνευ  προηγουμένου  κοινωνική  κινητικότητα  και  μια  σχετικά  μεγαλύτερη  ισότητα  πρόσβασης  σε  καινούργιες  ευκαιρίες. Με  τη  Fuhrerprinzip  να  μετακυλίεται  σε  πολλά  επίπεδα, η  ναζιστική  Γερμανία  έγινε  ένα  «έθνος  ηγετών». Τα  χειροπιαστά  αποτελέσματα  θα  φαίνονταν, πρώτον, στην  πλήρη  απασχόληση  και, δεύτερον, σ’ ένα  είδος  ψυχολογικής  επανάστασης  όσον  αφορά  το  κύρος, και  όχι  το  εισόδημα, στην  οποία  οι  Γερμανοί  έγιναν  κοινά  μέλη  μιας  καινούργιας  φυλετικής  ελίτ. Το  σύνηθες  σύνθημα  «Το  κοινό  συμφέρον  πριν  από  το  ατομικό  συμφέρον»  έκανε  έκκληση  στον  ιδεαλισμό  και  την  αυτοθυσία – μερικές  από  τις  υψηλότερες  αξίες  της  γερμανικής  θρησκείας  και  του  πολιτισμού –, ενώ  επέβαλλε  και  πάλι  την  πειθαρχία  και  την  αλληλεγγύη. Στο  τέλος  αυτά  θα  είχαν  ως  αποτέλεσμα  τη  γέννηση  του  Γερμανού  και  φυλετικά  «καινούργιου  ανθρώπου», με  καινούργια  συνείδηση  και  καινούργια  αυτοεικόνα. Είναι  βολικό  να  ξεχνάμε  ότι  η  Fuhrerprinzip  είναι  κατεξοχήν  ρουσοϊκή  ιδέα. «Στην  αντίληψη  του  Ρουσώ, μόνον  ένας  ηγέτης  με  θεϊκή  ευφυΐα  θα  μπορούσε  να  θεμελιώσει  το  κράτος  όπου  οι  άνθρωποι  θα  ήταν  ελεύθεροι, αν  και  με  εξαναγκασμό, και  να  καθορίσει  τι  είναι  η  γενική  βούληση». L.J. Halle, The Ideological Imagination (Λονδίνο, 1971), 36.

Δεν  ήταν  τα  οικονομικά  επιτεύγματα  αλλά  οι  «μεγάλες  πολιτιστικές  καινοτομίες», μεταξύ  των  οποίων  συμπεριλαμβάνονταν  και  οι  καινούργιες  τεχνολογικές  κατακτήσεις, που  μετρούσαν  στα  μυαλά  των  ηγετών  και  μεγάλων  τμημάτων  του  πληθυσμού  ως  αντιπροσωπευτικά  της  πραγματικής  “παρουσίας  της  τέχνης  και  της  κοινότητας”». Η  εκμετάλλευση  των  μέσων  μαζικής  επικοινωνίας  ήταν  ένα  από  τα  χτυπητά  χαρακτηριστικά  της  ναζιστικής  πολιτιστικής  κινητοποίησης, και  στην  πορεία  ο  Δρ. Πάουλ  Γιόζεφ  Γκέμπελς  έγινε  ο  πιο  διάσημος  Υπουργός  Προπαγάνδας  του  αιώνα.  Η  άμεση  προπαγάνδα, είτε  ομιλούσα  είτε  τυπωμένη, ήταν  μονάχα  η  μία  πλευρά  μιας  ευρύτερης  επίθεσης  στο  μυαλό  και  τις  αισθήσεις  για  να  δημιουργηθεί  η  καινούργια  ψυχολογία  και, τέλος, ο  «καινούργιος  άνθρωπος».  Η  δημόσια  κουλτούρα, η  τέχνη  και  η  προπαγάνδα  σχεδιάστηκαν  τόσο  για  να  συγκαλύπτουν  όσο  και  για  να  πείθουν, και  παρόλο  που  δεν  τους  έπειθαν  όλους, τα  αποτελέσματά  τους  ήταν  ωστόσο  εντυπωσιακά.

Ενώ  η  σοβιετική  πολιτική  για  τις  τέχνες  επικεντρώθηκε  περισσότερο  στη  λογοτεχνία, η  ναζιστική  πολιτική  έδειχνε  ιδιαίτερη  εκτίμηση  για  τις  οπτικές  τέχνες, αντανακλώντας  τις  προσωπικές  προτεραιότητες  του  Χίτλερ, ο  οποίος  αναφέρεται  ότι  είπε  πως  «η  τέχνη  είναι  η  μοναδική  αληθινή  διαρκής  επένδυση  της  ανθρώπινης  εργασίας».  Το  Τρίτο  Ράιχ  άρχισε  έτσι  πολύ  γρήγορα  να  θέτει  τους  κανόνες  που  ρύθμιζαν  το  δικό  του  στιλ  της  φυλετικής  τέχνης, αν  και  δεν  πήρε  ποτέ  έναν  επίσημο  τίτλο  όπως  ο  «σοβιετικός  ρεαλισμός». Η  ναζιστική  τέχνη  έτεινε  στη  δημιουργία  ρομαντικοποιημένων  παραλλαγών  του  ρεαλισμού, που  συνοδεύονταν  συχνά  από  νεοκλασικά  μοτίβα  στην  αρχιτεκτονική. Ενώ  το  σοβιετικό  στιλ  έτεινε  προς  το  ηρωικό  και  το  συναισθηματικό, το  ναζιστικό  ήταν  ρομαντικό  και  ηρωικό, με  μια  γερή  δόση  ωμότητας  στην  έκφραση.  Εξέφραζε  τη  συνηθισμένη  θεματολογία  της  «ολοκληρωτικής  τέχνης» : ηγέτες, ήρωες, μάχες, ιστορικές  θεματολογίες, η  εργασία  ως  αγώνας  και  ευχαρίστηση  και  ο  κοινός  Volk, ιδιαίτερα  οι  αγρότες. Η  ναζιστική  τέχνη  έδινε  έμφαση  στο  γυμνό  ως  αποκάλυψη  της  φυλής  (κάτι  που  η  σοβιετική  τέχνη  δεν  τόνιζε  καθόλου, αφού  η  απουσία  ενδυμάτων  συσκότιζε  την  ταξική  καταγωγή). Η  ναζιστική  και  η  σοβιετική  τέχνη  βρέθηκαν  η  μία  απέναντι  στην  άλλη  σε  δύο  μεγάλα  κτήρια  το  1937  στη  Διεθνή  Έκθεση  του  Παρισιού, και  αργότερα, μετά  το  ναζιστικό-σοβιετικό  σύμφωνο, ο  ίδιος  ο  Στάλιν  έδειξε  πρόσκαιρο  ενδιαφέρον  για  τη  ναζιστική  τέχνη, οργανώνοντας  μια  ιδιωτική  έκθεση  για  τον  εαυτό  του  στη  Μόσχα.

Η  ναζιστική  τέχνη  και  κουλτούρα  ήταν  επίσης  ελκυστικές  γιατί  εκθείαζαν  τις  αγαπημένες  θεμελιακές  αξίες  της  γερμανικής  ζωής: σκληρή  δουλειά, πειθαρχία, καθαριότητα, οικογενειακή  ακεραιότητα. Όλα  αυτά  αντανακλούσαν  μια  καινούργια  σύνθεση  μεταξύ  ατόμου  και  κοινότητας, αν  και  η  σημασία  αυτών  των  εννοιών  άλλαξε  πάρα  πολύ λόγω  της  επιθετικής  φυλετικής  πολιτικής  του  εθνικοσοσιαλισμού.

Σ’ αυτές  συμπεριλαμβάνονταν  η  ιδέα  του  έθνους  ως  μίας  ανώτερης  ιστορικής  δύναμης, η  αντίληψη  ότι  η  ανώτερη  πολιτική  αρχή  απορρέει  από  τη  γενική  βούληση  του  λαού, και  η  ιδέα  των  εγγενών  φυλετικών  διαφορών  στον  ανθρώπινο  πολιτισμό123. Αυτές  οι  ιδέες  απέρρεαν  συγκεκριμένα  από  την  ανθρωπολογία  του  Διαφωτισμού, που  απέρριπτε  την  προνεωτερική  θεολογία, τις  κοινές  ρίζες  και  τα  υπερβατικά  συμφέροντα  του  ανθρώπινου  είδους. Η  λατρεία  της  βούλησης  είναι  η βάση  της  νεωτερικής  κουλτούρας, και  ο  Χίτλερ  απλώς  την  τράβηξε  ως  τα  άκρα. Ο  ορισμός  του  ίδιου  του  εθνικοσοσιαλισμού  ως  της  «βούλησης  για  τη  δημιουργία  ενός  καινούργιου  ανθρώπου»  κατέστη  δυνατός  μόνο  μέσα  στο  πλαίσιο  του  20ου  αιώνα, αφού  ήταν  μια  τυπικά  νεωτερική  και  αντιπαραδοσιακή  ιδέα. Το  ίδιο  ισχύει  και  για  τη  ναζιστική  αναζήτηση  της  ακραίας  αυτονομίας, της  ριζοσπαστικής  ελευθερίας  για  τον  γερμανικό  λαό.  Ο  Χίτλερ  ώθησε  τη  νεωτερική  επιδίωξη  της  κατάργησης  των  ορίων  και  της  τοποθέτησης  ανώτερων  ορίων  σε  πρωτοφανή  επίπεδα. Διότι  κανένα  άλλο  κίνημα  δεν  επέτρεψε  στο  νεωτερικό  δόγμα  «παν  μέτρον  άνθρωπος»  να  κυριαρχήσει  σε  τέτοια  έκταση. Ο  Ντάνιελ  Μπελ  έχει  τονίσει  ότι  πάντα  η  εγωκεντρικά, υποκειμενική  κουλτούρα  δίνει  έμφαση  στο  «θρίαμβο  της  βούλησης» - μία  από  τις  πιο  συνήθεις  ναζιστικές  αντιλήψεις - κι  ότι  ο   Χίτλερ  ήταν   ένα  ακόμα  τυπικό  προϊόν  της  νεωτερικότητας.

Λέγεται  ότι  η  εναντίωση  των  ναζί  στις  πόλεις  ήταν  βαθιά  αντιδραστική, όμως  η  ριζοσπαστική  εναντίωση  στις  πόλεις  έχει  γίνει  ένα  από  τα  κυριότερα  ρεύματα  στα  τέλη  του  20ού  αιώνα. Στην  πραγματικότητα, παρόλο  που  η  γερμανική  οικονομία  του  πολέμου  προωθούσε  de facto  την  αστικοποίηση  και  την  επέκταση  της  εκβιομηχάνισης  μάλλον  παρά  το  αντίθετο, ο  τελικός  στόχος  των  Ναζί  ήταν  να  ισορροπήσουν  το  αγρόκτημα  με  το  εργοστάσιο.  Όταν  οι  φιλελεύθεροι  εκφράζουν  έναν  τέτοιο  στόχο, τότε  αυτός  ο  στόχος  συχνά  θεωρείται  ως  το  ανώτατο  επίπεδο  του  διαφωτισμού  και  του  εκλεπτυσμού. Τελικά  ο  Χίτλερ  ήταν  πολύ  πιο  μπροστά  από  την  εποχή  του  στο  ενδιαφέρον  του  για  την  οικολογία, τη  μόλυνση  και  τις  περιβαλλοντικές  μεταρρυθμίσεις.

Ο  εθνικοσοσιαλισμός  στην  πραγματικότητα  ήταν  ένα  ιδιαίτερο  και  ριζοσπαστικό  είδος  σύγχρονης  επαναστατικής  δράσης. Αλλά, πάλι, αυτή  η  ερμηνεία  αμφισβητείται  ιδιαίτερα, επειδή  πολλοί  σχολιαστές  θεωρούν  τον   εθνικοσοσιαλισμό ως  ένα  «κίνημα  εναντίον  της  νεωτερικότητας» (που  συχνά  απλώς  σημαίνει  αντιφιλελεύθερο), και  ισχυρίζονται  ότι  οπωσδήποτε  ήταν  «αντιδραστικό», μη  επαναστατικό. Μια  τέτοια  προσέγγιση  ακολουθούν, πολύ  πιο  πεισματικά, οι  αριστεροί  σχολιαστές, λόγω  της  a  priori  υπόθεσής  τους  ότι  η  έννοια  της  επανάστασης  θα  πρέπει  να  αναφέρεται  ipso  facto  στην  καλή  επανάσταση, τη  θετική  και  τη  δημιουργική  επανάσταση. Αλλά  βέβαια  οι  επαναστάσεις  συχνά  είναι  καταστροφικές.

Για  τους  οπαδούς  των  αντιαποικιακών  και  μειονοτικών  «εθνικοαπελευθερωτικών»  επαναστάσεων  θα  πρέπει  να  τονίσουμε  ότι  κατά  τη  διάρκεια  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου  η  προώθηση  των  εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων  ανάμεσα  στους  αποικιοκρατούμενους  και  μειονοτικούς  λαούς  ήταν  σχεδόν  αποκλειστικά  έργο  των  δυνάμεων  του  Άξονα. Στα  δώδεκα  χρόνια  που  ήταν  στην  εξουσία, ο  Χίτλερ  επηρέασε  πολύ  πιο  βαθιά  τον  κόσμο  από  κάθε  άλλον  επαναστάτη  του  20ού  αιώνα, πολύ  περισσότερο  επειδή, όπως  ο  Γιουτζίν  Βέμπερ  και  άλλοι  έχουν  τονίσει, οι  πόλεμοι  συνιστούν  τις  κυριότερες  επαναστατικές  διαδικασίες  του  αιώνα.

Ο  Ζακ  Ελούλ  επιμένει  ότι : 

«Αυτοί  που  έχουν  μελετήσει  καλά  την  περίοδο  του  Μεσοπολέμου  είναι  πεπεισμένοι  ότι  ο  εθνικοσοσιαλισμός  ήταν  μια  σημαντική  και  αυθεντική  επανάσταση. Ο  Ντε  Ρουγκεμόν  τονίζει  πως  ο  Χίτλερ  και  το  γιακωβίνικο  καθεστώς  ήταν  ταυτόσημα  σε  όλα  τα  επίπεδα. Ο  Ρ. Λαμπρούς, μια  αυθεντία  στη  Γαλλική  Επανάσταση, το  επιβεβαιώνει, για  να  αναφέρω  μόνο  δύο  γνώμες […].

Η  πρακτική  του  να  «κατηγοριοποιούμε», και  άρα  να  απορρίπτουμε, το  ναζισμό  θα  πρέπει  να  σταματήσει, γιατί  αυτό  στην  πραγματικότητα  αντιπροσωπεύει  μια  φροϊδική  απώθηση  από  τη  μεριά  των  διανοουμένων, οι  οποίοι  αρνούνται  να  αναγνωρίσουν  το  τι  ήταν.  Άλλοι  βάζουν  στο  ίδιο  τσουβάλι  τα  ναζισμό, τη  δικτατορία, τις  σφαγές, τα  στρατόπεδα  συγκέντρωσης, και  την  τρέλα  του  Χίτλερ. Αυτά  περίπου  καλύπτουν  το  θέμα. Ο  ναζισμός  ήταν  μεγάλη  επανάσταση: εναντίον  της  γραφειοκρατίας, εναντίον  της  άνοιας, χάριν  της  νεολαίας. Εναντίον  των  περιχαρακωμένων  ιεραρχιών, εναντίον  του  καπιταλισμού, εναντίον  της  μικροαστικής  νοοτροπίας, εναντίον  της  άνεσης  και  της  ασφάλειας, εναντίον  της  καταναλωτικής  κοινωνίας, εναντίον  της  παραδοσιακής  ηθικής. Για  την  απελευθέρωση  του  ενστίκτου, της  επιθυμίας, του  πάθους, της  βούλησης  για  δύναμη  και  δημιουργία  μιας  ανώτερης  κλάσης  ελευθερίας». ( J. Ellul, Autopsy  of  Revolution (Νέα  Υόρκη, 1971), 288. Στο  The  Phenomenon  of  Revolution (Νέα  Υόρκη, 1974), ο  Mark  Hagopian  κατέληξε  στο  συμπέρασμα  ότι  «το  ερώτημα  γύρω  από  την  επαναστατική  φύση  του  φασισμού  είναι  δύσκολο  να απαντηθεί», αλλά  «τα  δώδεκα  χρόνια  του  Τρίτου  Ράιχ  αντιπροσωπεύουν  μια  καθοριστική  επαναστατική  ώση» (363, 358).

Η  έννοια  του  ολοκληρωτισμού  είναι  και  έγκυρη  αλλά  και  χρήσιμη, αν  οριστεί  με  την  ακριβή  και  κυριολεκτική  σημασία  του  κρατικού  συστήματος  που  επιχειρεί  να  ασκήσει  άμεσο  έλεγχο  πάνω  σε  όλες  τις  σημαντικές  λειτουργίες  των  κυριότερων  εθνικών  θεσμών, από  την  οικονομία  και  τις  ένοπλες  δυνάμεις  μέχρι  το  δικαστικό  σύστημα, τις  εκκλησίες  και  τον  πολιτισμό. Υπ’  αυτή  την  έννοια, το  καθεστώς  του  Μουσολίνι  δεν  ήταν  καθόλου  ολοκληρωτικό, καθώς  επίσης  το  χιτλερικό  σύστημα  απέτυχε  να  εφαρμόσει  τον  τέλειο  ολοκληρωτισμό, αν  και  στην  τελευταία  του  φάση  πλησίαζε  όλο  και  κοντύτερα. Μ’  αυτή  την  άποψη  συμφωνεί  και  η  Χάνα  Άρεντ, που  παρατηρεί  ότι, αν  λάβουμε  υπόψη  μας  την  αντιστροφή  των  λενινιστικών-σταλινικών  επαναστατικών  προτεραιοτήτων  από  τον  Χίτλερ, η  τελειοποίηση  του  ναζιστικού  ολοκληρωτισμού  σε  κάτι  αντίστοιχο  με  το  σοβιετικό  μοντέλο  θα  μπορούσε  να  είχε  γίνει  μόνο  μετά  τη  νίκη  στον  πόλεμο. Άλλωστε,  μόνο  ένα  σοσιαλιστικό  ή κομουνιστικό  σύστημα  θα  μπορούσε  να  επιτύχει  τον  τέλειο  ολοκληρωτισμό, αφού  ο  ολικός  έλεγχος  απαιτεί  επαναστατική  αλλαγή  όλων  των  θεσμών, που  μπορεί  να  εφαρμοστεί  μόνο  υπό  τον  κρατικό  σοσιαλισμό. Ο  σοσιαλισμός  δεν  είναι  κατ’  ανάγκην  ολοκληρωτικός, αλλά  ο  ολοκληρωτισμός  είναι  κατ’ ανάγκην  σοσιαλιστικός, και  ο  εθνικοσοσιαλισμός  πριν  από  το  1945, με  τη  διπλή  προσέγγισή  του, δεν  θα  μπορούσε  ποτέ  να  εγκαθιδρύσει  ένα  ολοκληρωμένο  μοντέλο, ακόμα  κι  αν  το  επιθυμούσε.

Ο  Χίτλερ  σκόπιμα  απέφυγε ένα  τελείως  συγκεντρωτικό  και  ορθολογικό  γραφειοκρατικό  σύστημα – κάτι  τελείως  ξένο  στο  δικό  του  modus  operandi – , αλλά  οι  αυτόνομοι  χώροι  που  επέτρεψε  να  δημιουργηθούν  μέσα  στο  ναζιστικό  σύστημα, είτε  λόγω  σχεδιασμού  είτε  λόγω  παραδρομής  ή  αναγκαιότητας, δεν  ελάττωσαν  την  αξιοσημείωτη  ισχύ  της  προσωπικής  του  δικτατορίας  για  την  εφαρμογή  των  προτεραιοτήτων  του.

Η  χιτλερική  ιδεολογία  θεμελιώθηκε  πάνω  στον  μυστικιστικό  νορδικό(βόρειο)  φυλετισμό, κάτι  όχι  απλώς  άγνωστο  στους  Ιταλούς  φασίστες, αλλά  για  το  οποίο  δεν  είχαν  τα  προσόντα. Η  χιτλερική  ιδεολογία  έτεινε  προς  την  επαναστατική  αποκλειστικότητα, ενώ  αυτή  του  φασισμού  ήταν  πιο  επεξεργασμένη  και  επιλεκτική, και  πολύ  γρήγορα  ομολόγησε  τη  σχέση  της  με  ευρύτερα  ρεύματα  της  δυτικής  παράδοσης. Αυτό  δηλωνόταν  από  τον  Μουσολίνι  και τον  Τζοβάνι  Τζεντίλε  στο  άρθρο  τους  «Fascismo»  για  την  Enciclopedia  Italiana  του  1932: «Η  φασιστική  άρνηση  του  σοσιαλισμού, της  δημοκρατίας  και  του  φιλελευθερισμού  δεν  θα  πρέπει, εντούτοις, να  ερμηνευθεί  ότι  υπονοεί  την  επιθυμία  να  ωθήσουμε  τον  κόσμο  πίσω  σε  πριν  το  1789  θέσεις. Ο φασισμός  χρησιμοποιεί  για  την  οικοδόμησή  του  όλα  τα  στοιχεία  από το  φιλελεύθερο, σοσιαλιστικό  ή  δημοκρατικό  δόγμα  που έχουν  κάποια  ζωντανή  αξία.  Κανένα  δόγμα  δεν  έχει  γεννηθεί  από  το  τίποτα, ολότελα  ορισμένο  και  χωρίς  να  χρωστάει  τίποτα  στο  παρελθόν. Κανένα  δόγμα  δεν  μπορεί  να  καυχιέται  ότι είναι  εντελώς  πρωτότυπο.  Αναγκαστικά  πάντα  θα  προέρχεται  από  κάπου, και  από  ιστορικής  απόψεως  ακόμα, από  δόγματα  που  έχουν  προηγηθεί  στο  παρελθόν  και  αναπτύσσονται  σε  άλλα  δόγματα  που θα  ακολουθήσουν».

 Ο  Μουσολίνι  επέμενε  ότι  ο  φασισμός  ενσωμάτωνε  πολλά  στοιχεία  από  το  φιλελευθερισμό, το  συντηρητισμό  και  το  σοσιαλισμό  σε  μια  ανώτερη  σύνθεση. Ο  Χίτλερ  απαιτούσε  την  επαναστατική  απόρριψη  όλων  των  ανταγωνιστικών  δογμάτων. Όλοι  οι  φιλόδοξοι  επαναστάτες  στοχεύουν  στον  «καινούργιο  άνθρωπο».  Ο  καινούργιος  άνθρωπος  του  εθνικοσοσιαλισμού  θα  ήταν  ένα  νέο  βιολογικό  προϊόν  καθώς  και  ένα  καινούργιο  πολιτιστικό  προϊόν. Αντιστρόφως, ο  Μουσολίνι  βασιζόταν  στην  εξάσκηση, την  εμπειρία  και  την  εκπαίδευση.

Η  εξωτερική  πολιτική  του  Χίτλερ  υπερέβαινε  τον  παραδοσιακό  γερμανικό  επεκτατισμό  και  τους  γερμανικούς  ιμπεριαλιστικούς  στόχους, και  επιχείρησε  τη  φυλετική  αναδιαμόρφωση  της  Ευρώπης. Οι  φιλοδοξίες  του  Μουσολίνι, αν  και  σημαντικές, παρέμειναν  σε  μεγάλο  βαθμό  μέσα  στην  τροχιά  της  παραδοσιακής  ιταλικής  εθνικιστικής-ιμπεριαλιστικής πολιτικής, στοχεύοντας  στην  αποικιακή  εξάπλωση  και  την  εκμετάλλευση  της  περιορισμένης  σύγκρουσης  μέσα  στην  περιοχή  της  Μεσογείου.

Αυτές  οι  διαφορές, με  τη  μία  ή  την  άλλη  μορφή, γίνονταν  αισθητές  από  τους  φασίστες  και  τους  ναζί  και  εκφράστηκαν  με  πολλούς  τρόπους  σε  όλη  τη  διάρκεια  της  ύπαρξης  των  δύο  κινημάτων. Έτσι, το  1943  ο  Χίμλερ  θα  πει  και  πάλι  στα  SS: «Ο  φασισμός  και  ο  εθνικοσοσιαλισμός  είναι  δύο  θεμελιωδώς  διαφορετικά  πράγματα […]. Δεν  υπάρχει  καμιά  απολύτως  σύγκριση  μεταξύ  του  φασισμού  και  του  εθνικοσοσιαλισμού  ως  πνευματικών, ιδεολογικών  κινημάτων». E. Kohn-Branstedt, Dictatorship  and  Political  Police (Λονδίνο, 1945), που  παρατίθεται  στο  H. Arendt, The  Origins  of  Totalitarianism  (Νέα  Υόρκη, 1951), 7. Ο  Γκέμπελς, συμπεραίνοντας, έλεγε  ότι  «ο  Μουσολίνι  δεν  είναι  επαναστάτης  σαν  τον  Φύρερ  ή  τον  Στάλιν».

Με  τη  σειρά  του,  το  χιτλερικό  καθεστώς, απορρίπτοντας  το  μαρξισμό, τον  υλισμό  και  την  επίσημη  αρχή  του  γραφειοκρατικού  ολοκληρωτισμού, πήρε  διαφορετική  μορφή  από  τον  ρωσικό  κομουνισμό, παρά  το  ότι  πολλοί  κριτικοί  τα  θεωρούν  ως  ένα  υποτιθέμενα  κοινό  ολοκληρωτικό  σύστημα.  Παρ’ όλα  αυτά, σε συγκεκριμένα  σημεία, ο  εθνικοσοσιαλισμός  παρουσιάζει  περισσότερες αντιστοιχίες  με  τον  ρωσικό  κομουνισμό  απ’ ό,τι  ο  ιταλικός  φασισμός. Κάποιες  από  τις  ομοιότητες  και  τους  παραλληλισμούς  περιλαμβάνουν:

Τη  συχνή  αναγνώριση  από  τον  Χίτλερ  και  διάφορους  ναζί  ηγέτες  (καθώς  επίσης  και  από  την  Μουσολίνι)  ότι  το  μόνο  επαναστατικό  και  ιδεολογικό  τους  ταίρι  βρίσκεται  στη  Σοβιετική  Ρωσία.

Την  εγκαθίδρυση  τόσο  του  εθνικοσοσιαλισμού  όσο  και  του  ρωσικού  εθνικού  κομουνισμού  πάνω  σε  μια  επαναστατική  θεωρία  της  δράσης, η  οποία  πρέσβευε  ότι  οι  ιδεολογικές  καινοτομίες  επιβεβαιώνονται  από  την  επιτυχία  τους  στην  πράξη, καθώς  η  Σοβιετική  Ένωση  προοδευτικά  εγκατέλειπε  σημαντικά  στοιχεία  της  κλασικής  μαρξιστικής  θεωρίας.

Τα  επαναστατικά  δόγματα  της  «διαρκούς  πάλης».

Τον  άκαμπτο  ελιτισμό  και  την  «αρχή  της  ηγεσίας»: εθνικοσοσιαλιστής  ήταν  αυτός  που  ακολουθούσε  τον  Χίτλερ. Ένας  μπολσεβίκος  δεν  ήταν  κατ’ ανάγκην  μαρξιστής  αλλά  αυτός  που  ακολουθούσε  τον  Λένιν. Ένας  παράξενος  παραλληλισμός  όσον  αφορά  την  ελιτίστικη  βιολογική  σκέψη  στον  κομουνισμό  ήταν  το  «ινστιτούτο  εγκεφάλου»  που  δημιουργήθηκε  από  τον  Στάλιν  γύρω  στο  1935  για  να  διατηρήσει  και  να  μελετήσει  τους  εγκεφάλους  του  Λένιν  και  άλλων  ανώτατων  Σοβιετικών  ηγετών  (του  Στάλιν  συμπεριλαμβανομένου)  προκειμένου  να  ερευνήσει  τη  «μεγαλοφυΐα»  τους.

Την  υιοθέτηση  της  θεωρίας  του  μη  έχοντος  προλεταριακού  έθνους, την  οποία  ο  Λένιν  ασπάστηκε  αφότου  αυτή  είχε  παρουσιαστεί  στην  Ιταλία, την  οικοδόμηση  μιας  μονοκομματικής  δικτατορίας  που  θα  είναι  ανεξάρτητη  από  κάποια  συγκεκριμένη  τάξη.

Τον  υπερτονισμό  όχι  απλώς  της  πολιτοφυλακής (η  οποία  γινόταν  ένα  όλο  και  πιο  σύνηθες  φαινόμενο  στα  τέλη  του  19ου  και  στις  αρχές  του  20ού  αιώνα), αλλά  του  κόμματος-στρατού, με  τον  κανονικό  στρατό  να  ελέγχεται  από  το  κόμμα:  το  1943  ο  Χίτλερ  άρχισε  να  εισάγει  τους  «εθνικοσοσιαλιστές  αξιωματικούς  καθοδήγησης»  στον  κανονικό  στρατό, κάτι  ανάλογο  των  κομισάριων.

Την  έμφαση  στην  απόλυτη  εξουσία  και  την  ευρεία  (όχι  απλώς  ενμέρει) στρατιωτικοποίηση, αν  και  η  απουσία  ενός  ολοκληρωτικού  κρατικού  γραφειοκρατικού  συστήματος  και  οικονομίας  στη  Γερμανία  την  έκανε  αναλογικά  λιγότερο  πλήρη  απ’ ό,τι  στη  Ρωσία. Και  την  προώθηση  του  επαναστατικού  πολέμου  όποτε  αυτό  ήταν  δυνατόν  ως  εναλλακτικού  μέσου  για  την  ολοκλήρωση  και  εξισορρόπηση  της  εσωτερικής  ανάπτυξης. 

Μια  φάση  Νέας  Οικονομικής  Πολιτικής  μερικού  πλουραλισμού  στην  πορεία  για  την  ολοκλήρωση  της  δικτατορίας (κάτι  που  είναι  κοινό, φυσικά, σε  όλα  τα  δικτατορικά  συστήματα, αν  και  αυτή  η  φάση  ήταν  πολύ  πιο  σύντομη  σε  χώρες  όπως  η  Κίνα  και  η  Κούβα).

Τη  διεθνή  προβολή  του  καινούργιου  ιδεολογικού  μύθου  ως  της  εναλλακτικής  λύσης  στις  κυρίαρχες  ορθοδοξίες, ικανού  να  αποσπάσει  πολύ  σημαντική  διεθνή  ανταπόκριση: παραλλαγές  της  φασιστικής  και  της  ναζιστικής  ιδεολογίας  συνέστησαν  τις  τελευταίες  αξιοσημείωτες  ιδεολογικές  καινοτομίες  του  σύγχρονου  κόσμου  μετά  το  μαρξισμό.

Δακτυλογράφηση: Βάσω  Κ.  Ηλιάδη.

Ενδεικτική βιβλιογραφία-Πηγές: 

Στάνλεϊ Τζ. Πέϊν, Η  Ιστορία  του  Φασισμού  1914-1945, μετάφραση: Κώστας  Γεώρμας, πρόλογος: Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις  Φιλίστωρ, 2000.

http://www.el.wikipedia.org/wiki/ (Βικιπαίδεια,ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια–αναζήτησηλήμματος)

• http://www.matia.gr/library (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη) > e-book της Αμαλίας Ηλιάδη > Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του

www.24grammata.com (ηλεκτρονική βιβλιοθήκη) > e-book της Αμαλίας Ηλιάδη > Αδόλφος Χίτλερ: ο ηγέτης και η εποχή του 

  • http://www1.ekebi.gr/fakeloi/fascism/index.htm (ψηφιακός φάκελος από την ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου με τίτλο Ο φασισμός και ο ναζισμός στην Ευρώπη)