Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς με ακρίβεια την ιδιότητα του Μιχάλη Ζιάγκα ως ανθρώπου που διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο, επί δεκαετίες, δίπλα στον Ανδρέα Παπανδρέου.

Δεν ήταν πολιτικός, ούτε τεχνοκράτης, ούτε βέβαια ένας απλός υπάλληλος του ελληνικού κοινοβουλίου όπως έγραφε η επαγγελματική του ταυτότητα. Ήταν όμως ένας άνθρωπος – κλειδί που έλυνε προβλήματα κατά τρόπο ιδανικό. Ένας ιδιαίτερος αξιωματούχος που είχε εξελιχθεί σε πανίσχυρο «προσωπάρχη», με προσόντα την αποτελεσματικότητα, την εχεμύθεια και την αφοσίωση στον Ανδρέα Παπανδρέου τον οποίο αγαπούσε και θαύμαζε ως αδερφικό του φίλο, πέρα από κόμματα και ιδεολογίες, καθώς βρέθηκε δίπλα του, στα δύσκολα χρόνια, πολύ πριν ιδρυθεί το ΠΑΣΟΚ.

Δεν υπήρχε περίπτωση να μην φέρει σε πέρας κάποια από τις δουλειές που αναλάμβανε. Από το να συνετίσει «γαμοσταυρίζοντας» έναν ανίκανο υπουργό, μέχρι να βρεθεί στη Λιβύη αλλάζοντας αεροπλάνα και προορισμούς, ώστε να χαθούν τα ίχνη του, για να παραδώσει στα χέρια του Καντάφι ένα εμπιστευτικό μήνυμα.

Υπήρξαν στιγμές που η άποψή του ήταν καθοριστική Έγραφε κάποτε ο Ψυχάρης στο Βήμα ότι ο Σημίτης, μετά την διαγραφή του το 1977, επανήλθε στο ΠαΣοΚ ως υπουργός και αργότερα έγινε και πρωθυπουργός, χάρη στον Ζιάγκα. 

Εκείνη την ιστορική Κυριακή, στις 18 Οκτωβρίου 1981, στο Καστρί, αφού τελείωσαν οι πανηγυρισμοί της εκλογικής νίκης, φώναξε στο γραφείο του τον Μιχάλη και την Αγγέλα (Κοκκόλα) για να τους διαβάσει τα ονόματα της πρώτης κυβέρνησης. Ως υπουργό Γεωργίας είχε επιλέξει έναν βουλευτή από την Ηλία. Ο Ζιάγκας παρενέβη λέγοντας: «πρόεδρε ο συγκεκριμένος δεν μιλάει ούτε αγγλικά και τώρα που μπήκαμε στην ΕΟΚ χρειαζόμαστε έναν πιο μορφωμένο για το Γεωργίας. Γιατί δεν βάζουμε τον Σημίτη. Ο καθηγητής μπορεί να μην είναι βουλευτής αλλά από τότε που τον διέγραψες δεν μίλησε άσχημα εναντίον μας και ξέρει και ξένες γλώσσες». «Μιχάλη πάρτον τηλέφωνο να έρθει αμέσως», ήταν η απάντηση…

Ο Τρικαλινός ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων, απέφευγε τη δημοσιότητα και τις προκλήσεις, κράταγε το λόγο του, δεν έλεγε περιττές κουβέντες, είχε μπέσα. Δεν θέλησε ποτέ να κάνει τον αδερφό του υπουργό για να μην κατηγορηθεί για νεποτισμό. Ακόμα και μετά τον θάνατο του Ανδρέα, όσα κατά καιρούς διηγούταν σε φίλους του από τα παρασκήνια της εξουσίας, την οποία απόλαυσε σε όλες τις "γεύσεις" της, ήταν πάντα οφ δη ρέκορντ. 

Τα τελευταία χρόνια δεν έκρυβε την αγωνία του για την πορεία της χώρας. Κάναμε μεγάλα λάθη και εμείς και οι άλλοι (ΝΔ), έλεγε φανερά πικραμένος…

Είναι βέβαιο ότι αν ποτέ αποφάσιζε να μιλήσει και να δημοσιοποιήσει γεγονότα και πληροφορίες ένα μέρος από την ιστορία της μεταπολίτευσης θα είχε ξαναγραφτεί. Δεν το έκανε, τα περισσότερα μυστικά τα πήρε μαζί του.

Αγαπούσε πολύ τα Τρίκαλα. Διατηρούσε πάντα το σπίτι του στην οδό Καλαμπάκας και σε κάθε ευκαιρία άφηνε την Αθήνα και έσπευδε στην πατρίδα για να βρει τους αγαπημένους φίλους τους. Και αυτοί τον αγαπούσαν, μποέμ τύπος, γλεντζές, για παρέα ο καλύτερος.

Τον τελευταίο προορισμό του τον είχε προετοιμάσει από καιρό.  Ήταν επιθυμία του, ρητά διατυπωμένη προς τους οικείους του, να ταφεί στην γενέθλια γη, στα χώματα που γεννήθηκε.

Ήγγικεν η ώρα του αποχαιρετισμού.

Αντίο Μιχάλη.

Κώστας Τόλης