Στο κεντρικό άρθρο της Καθημερινής (22-8-2020) με τίτλο «Σε ιστορικό χαμηλό οι βάσεις της Ιατρικής» γίνεται επανειλημμένως αναφορά σε «υψηλόβαθμες» και «χαμηλόβαθμες» πανεπιστημιακές σχολές.

Η κατάταξη όμως τμημάτων ή σχολών σε «υψηλόβαθμα» ή «χαμηλόβαθμα» προϋποθέτει την ύπαρξη ιεραρχίας, η οποία με την σειρά της ενέχει στοιχεία αξιολόγησης.

Λέμε, για παράδειγμα, «υψηλόβαθμος αξιωματικός», εννοώντας ότι υπάρχουν βαθμίδες τις οποίες ο στρατιωτικός πρέπει να περάσει επιτυχώς προκειμένου να χαρακτηριστεί «υψηλόβαθμος».

Στην προκειμένη περίπτωση, ποιά είναι η ιεραρχία και πώς αυτή προέκυψε; Πότε έγιναν αξιολογήσεις που κατέταξαν πανεπιστημιακά τμήματα σύμφωνα με τις επιδόσεις τους;

Μάλιστα, όταν έγινε μέσω διαδικτύου μία άτυπη αξιολόγηση χρησιμοποιώντας επιλεγμένες  βιβλιομετρικές παραμέτρους διεθνούς αναγνωρισιμότητας (π.χ., αριθμό αναφορών και h-index), διαπιστώθηκε ότι ένα επαρχιακό τμήμα –το οποίο ούτε καν εμφανίζεται στον κατάλογο που παρατίθεται στην σελ. 3 της ως άνω έκδοσης– είχε αισθητά καλύτερες επιδόσεις από πολλά γνωστά «υψηλόβαθμα» τμήματα, κάτι που επιβεβαίωσε και ή ίδια η Υπουργός Παιδείας όταν το επισκέφτηκε στα Τρίκαλα προ μηνών.

Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει ένα πανεπιστημιακό τμήμα «υψηλόβαθμο»; Η ακαδημαϊκή αναγνώριση και η αριστεία ή απλά η άγνοια των υποψηφίων;

Έτσι, για παράδειγμα, με το να βρίσκονται σε μία περιοχή όπου συνωστίζεται το 50% και πλέον του Ελληνικού πληθυσμού και να συνυπάρχουν με ενδιαφέρουσες επιλογές φοιτητικής διασκέδασης –αναπόσπαστο στοιχείο στην διαδικασία συμπλήρωσης των μηχανογραφικών–, σε συνδυασμό με την απουσία μίας επίσημης κατάταξης των πανεπιστημιακών τμημάτων της χώρας, τα κεντρικά ιδρύματα έχουν ένα σοβαρό πλεονέκτημα προσέλκυσης υποψηφίων έναντι ισάξιων ή και καλύτερων της επαρχίας.

Η πρακτική όμως αυτή ουδόλως συντελεί στην δημιουργία «υψηλόβαθμων» τμημάτων ή σχολών.   

Γιάννης Κουτεντάκης
Ομότιμος Καθηγητής