Πώς να μιλήσεις τώρα για μια υπερηφάνεια στρεβλή, σε μια πόλη που δεν σηκώνει πολλά - πολλά για την μεγάλη της επιτυχία. Τον Μύλο των Ξωτικών. Την ιερή αγελάδα του Γάγγη, που δεν χωρούν αμφισβητήσεις και κριτικές στην ιερότητά της, αφού πρόκειται για την νέα ταυτότητα της πόλης μέσα από την οποία αποκτά δημοφιλία και χρήμα. Και η πόλη νιώθει υπερήφανη. 

Αλήθεια, όμως, η πόλη για ποιο πράγμα νιώθει υπερήφανη; 

Όσο περίεργο κι αν ακούγεται και άγνωστο σε πολλούς, είναι πραγματικότητα. Το αρχιτεκτονικό σύνολο του Μύλου Ματσόπουλου αποτελεί ένα μνημείο της νεότερης ιστορίας μας, γι΄αυτό το κεντρικό του κτήριο, ο Μύλος, είναι πλέον ένα κορυφαίο Βιομηχανικό Μουσείο σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό σημαίνει πως εμείς οι άνθρωποι δεν κάνουμε ότι θέλουμε εκεί μέσα. Τόσο εδώ στα Τρίκαλα, όσο και παντού στον κόσμο σε ένα μνημείο, σε ένα μουσείο. 

Φαντάζομαι πως ο αείμνηστος ευεργέτης της πόλης, Ιωάννης Ματσόπουλος, γνώριζε καταρχάς την τεράστια αξία της περιουσίας του, υλική και άυλη. Και πίστευε πως η πόλη θα την αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο, γιατί μπορεί. Εμείς πάλι, μέσα από μια περιπετειώδη πορεία στο άγνωστο τοπίο ανάδειξης χώρων πολιτισμού (και επιδείξεις μόδας έχουν γίνει στον Μύλο), καταλήξαμε στο χειρότερο. Διότι, η απόφαση του 2011 για την διενέργεια του Μύλου των Ξωτικών φάνηκε ξεκάθαρα πως στόχευε αποκλειστικά στην δημιουργία ενός αμιγώς εμπορικού προϊόντος της πόλης.   

Από κει και πέρα θέμα χρόνου όλα εκείνα που έχουν συμβεί. Κάθε χρόνο το θέαμα ξεσαλώνει ολοένα και περισσότερο κατακτώντας ακόμη και τις κορυφές της κιτσαρίας, αφού οι διοργανωτές είναι υποχρεωμένοι να αλλάζουν την θεματική του πάρκου για την συνεχή προσέλκυση επισκεπτών σε συνδυασμό με την αύξηση της εμπορικότητας λόγω της επιτυχίας. Αποτέλεσμα, η καθολική αλλοίωση του χαρακτήρα και της μορφής του μνημείου από την απουσία της σκέψης για το προφανές. Τον σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζουμε και ακούμε τα μνημεία μας, είτε μας αρέσουν είτε όχι. Σύμφωνα με αυτά που μάς λένε τα αναδεικνύουμε, τα αξιοποιούμε και τα δίνουμε στον κόσμο. Και βεβαίως κάνουν εκδηλώσεις από τις οποίες βγάζουν χρήματα. Αλλά πάντα συμβαδίζοντας με το ύφος και το έργο τους που είναι πολιτιστικό, όχι εμπορικό. 

Η πόλη κρατά στα χέρια της ένα διαμάντι ανεκτίμητης αξίας. Το Βιομηχανικό Μουσείο Μύλου Ματσόπουλου. Εγκαινιάστηκε το 2017 με τις εργασίες του να ξεκινούν το 2013 και την σκέψη της δημιουργίας του πολύ πριν. Οι εργασίες αποκατάστασης και ανάδειξής του στοίχισαν συνολικώς 1.886.432,03€.

Είναι το σημαντικότερο στο είδος του στην Ελλάδα ανάμεσα στα λίγα που διαθέτει, λόγω των χαρακτηριστικών του. Μπορεί καθημερινώς να προσελκύει επισκέπτες από κάθε σημείο του πλανήτη και η πόλη να νιώθει υπερήφανη που μόνο αυτήν έχει ένα τέτοιο μουσείο. Mε μεγάλες δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης και εξέλιξής του, και βεβαίως, μέσα σε ένα τοπίο φυσικής ομορφιάς, που δύσκολα συναντά κανείς σε μια σύγχρονη πόλη. 

Το Μουσείο του Μύλου είναι ένα σπουδαίο «ζωντανό» μουσείο, δηλαδή λειτουργούν οι μηχανές του και είθισται οι επισκέπτες σε τέτοια μουσεία να συμμετέχουν στην λειτουργία του. Όπως συμβαίνει π.χ. στο Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στην Δημητσάνα, όπου τα μικρά παιδιά παρακολουθούν το άλεσμα σπόρων καλαμποκιού από τις μυλόπετρες, που τα ίδια έχουν ρίξει προηγουμένως.

Τα Βιομηχανικά Μουσεία έχουν πολύ μεγάλη σημασία στη ζωή μας, καθώς δεν κατασκευάζονται. Απλώς, τα παραλαμβάνει ο σύγχρονος κόσμος από το παρελθόν του και τα εντάσσει στο σύγχρονο παρόν, αναδεικνύοντας την πολιτιστική του κληρονομιά και ταυτότητα και δη την τοπική. 

Στα Τρίκαλα, αυτήν η ένταξη έγινε μέσω των ξωτικών των σκανδιναβικών χωρών, των πειρατών, των ιπποτών αφού θεωρούνται ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν της πόλης. Και οι σοκολάτες, οι ζωγραφιές στα μάγουλα, οι σαπουνόφουσκες, η Φουρέϊρα τα στοιχεία της δικής μας πολιτιστικής κληρονομιάς, ως μοχλός ανάπτυξης για το μέλλον. 

Για την λειτουργία του Βιομηχανικού Μουσείου δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος. Δεν έχει προσωπικό, δεν δουλεύει. Αντιθέτως, για την λειτουργία του Μύλου των Ξωτικών υπάρχει το e-trikala που δουλεύει επί έναν ολόκληρο χρόνο πάνω σε αυτό το εγχείρημα και μάλιστα δαπανώντας αρκετά χρήματα για τα σκηνικά και το προσωπικό.

Αυτό το μουσείο, δηλαδή, από τα σημαντικότερα μνημεία Βιομηχανικής Κληρονομιάς στην Ελλάδα, υπάρχει για να υπάρχουν τα ξωτικά. Άγνωστο πως μπορεί να λειτουργήσει με την δική του ταυτότητα και αυτονομία, όταν για 2 μήνες πρέπει να κλείσει αφού γίνεται κάτι άλλο. Ένας χώρος ψυχαγωγίας μακριά από τον δικό του εκπαιδευτικό χαρακτήρα και το πολιτιστικό του έργο.

Έτσι, ως Μύλος παραμένει ένα κτήριο αγέρωχο και επιβλητικό, αλλά ως μουσείο άγνωστο, ανύπαρκτο και απαξιωμένο. Ούτε μια εκδήλωση για δείγμα δεν έχει γίνει ποτέ στο όνομά του από το 2017. «Το Βιομηχανικό Μουσείο παρουσιάζει μια συναυλία, μια θεατρική παράσταση, μια ομιλία»… ούτε λόγος για έκθεση. Ως ντεκόρ χρησιμοποιείται μόνο. Και τα μικρά παιδιά το καλοκαίρι παίζουν ποδόσφαιρο, κλωτσώντας με δύναμη την μπάλα στους τοίχους του. Οι γονείς τους δίπλα κάθονται στο καφέ, το πολύ-πολύ να πούνε «άκυρο το γκολ, ήσουν οφσάιντ». 

Αυτήν την απαξίωση μεταδίδουμε και ως τοπικό προϊόν πουλάμε κάθε χρόνο, από την στιγμή που τα Ξωτικά έχουν μεγαλύτερη αξία στη ζωή μας απ΄ότι ένα μουσείο μας. Πλέον, τα Ξωτικά είναι η ταυτότητά μας και κάνουμε τα πάντα για να την διατηρήσουμε ζωντανή.  

«Μην πάτε φέτος στον Μύλο των Ξωτικών. Πάρτε τα παιδιά σας και πάτε στο Allou fan Park. Καλύτερα θα περάσετε». Διαβάζει κανείς στα σχόλια του facebook από κάποιους δυσαρεστημένους επισκέπτες, που δεν βρήκαν φέτος εκείνα που έβρισκαν τα προηγούμενα χρόνια.  Στον αντίποδα, τα θετικά. «Περάσαμε τέλεια. Το λούνα παρκ, το face painting… θα πάμε και του χρόνου». 

Διότι στα 10 χρόνια λειτουργίας του Μύλου των Ξωτικών αυτό είναι το μεγάλο έργο που προσφέραμε στην ανθρωπότητα. Παραλάβαμε ένα μνημείο από δωρεά με τεράστια αξία και σημασία για την ιστορία, την παράδοση, τον πολιτισμό της πόλης. Στοιχείο του τόπου μας και της ζωής μας που το κατακρεουργήσαμε και το παραδώσαμε στα πλήθη ως έναν παιδότοπο και έναν πολυχώρο ασέβειας και ασέλγειας. Ο καθένας, πλέον, κάνει ό,τι θέλει εκεί μέσα ελεύθερα κι εμείς χατίρι δεν χαλάμε. 

Στο Λας Βέγκας παντρεύεσαι με παπά τον Έλβις. Στα Τρίκαλα με παράνυμφους τους ιππότες. 

Και τα μικρά παιδιά, σε όλα τα μουσεία του κόσμου μέσα από τα εκπαιδευτικά προγράμματα έρχονται σε επαφή με το μουσείο, παίρνουν γνώση, απασχολούνται με δημιουργικό τρόπο και γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, μα πάνω απ΄όλα μαθαίνουν να αγαπούν το μουσείο. Στα Τρίκαλα παίρνουν, απλώς, ιδέες για το τί θα ντυθούν τις απόκριες. Ιππότης ή πειρατής; 

Είναι πολύ ωραίο που η πόλη απέκτησε μια τεράστια δημοφιλία, την οποία εξαργυρώνει στην συνέχεια και είναι ευχαριστημένοι οι επαγγελματίες και υπερήφανοι οι κάτοικοι της. Αλλά δεν είναι ωραίο όπως έχει συμβεί και μαθαίνουμε στα παιδιά μας. Εφόσον υπάρχει μεγάλη κατανάλωση μπριζόλας στα Μανάβικα και καφέ στην Ασκληπιού όλα μπορούμε να τα ξεπουλήσουμε και να τα εξευτελίσουμε. Κανένα χριστουγεννιάτικο πάρκο στην Ελλάδα δεν έχει στηθεί σε μουσείο. Εμείς γιατί πήγαμε εκεί και κάνουμε όλα αυτά; 

Έχει γίνει ένα λάθος στην πόλη, ανθρώπινο και κατανοητό. Μήπως ήρθε η στιγμή να το διορθώσουμε; Εφόσον υπάρχει γενναιότητα, αφού απαιτείται η θυσία της σαπουνόφουσκας! 

Μαρία Στίμου