Στα πρώτα δρομολόγια, μετά την τραγωδία στα Τέμπη, της αμαξοστοιχίας Intercity από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη και πίσω, δεν υπήρχαν επιβάτες κομπάρσοι. Αν κάτι υπήρχε, ήταν η απροθυμία των επιβατών να ταξιδέψουν και πάλι με το συγκεκριμένο δρομολόγιο. Τη μέρα επανέναρξης, από τις 344 θέσεις μόνοι οι 75 είχαν επιβάτες. Οσο για την επιστροφή, το Intercity ξεκίνησε με 55 άτομα (6 στο πρώτο βαγόνι, 13 στο βαγόνι - κυλικείο, 12 στο τρίτο, 12 στο τέταρτο και 12 στο πέμπτο) και στον σταθμό της Λάρισας επιβίβασε άλλα 25.
Η ταχύτητα ήταν αισθητά μειωμένη, στα 80 με 100 χλμ., με τους τακτικούς πελάτες να σχολιάζουν την εξέλιξη αρνητικά καθώς ένας από τους λόγους που επιλέγουν το συγκεκριμένο μέσο μεταφοράς είναι και η εγγύηση ότι θα φτάσουν στην ώρα τους σε κάποιο επαγγελματικό ραντεβού.
Προς Θεσσαλονίκη, το κλίμα στα βαγόνια ήταν βαρύ. «Σήμερα είναι μια συναισθηματική μέρα για όλους», σχολίασε υπάλληλος του κυλικείου, στα τραπεζάκια του οποίου είχαν κάνει κατάληψη τηλεοπτικά συνεργεία και δημοσιογράφοι. Λίγο πριν και λίγο μετά τις 12.44 μ.μ. που πέρασε το τρένο από το σημείο της τραγωδίας, τα φώτα έσβησαν και επικράτησε σιωπή.
«Είχα αγωνία όσο πλησιάζαμε, αλλά δεν αναγνώρισα το σημείο που έβλεπα στις ειδήσεις με τα συντρίμμια. Προφανώς το καθάρισαν», είπε ο 70χρονος Γιώργος, ένας από τους επιβάτες του τελευταίου βαγονιού που ταξιδεύει συχνά με το Intercity. Μπροστά του, ο 20χρονος Σπύρος, φοιτητής από Λαμία που είχε φίλους στη μοιραία αμαξοστοιχία. «Το σημαντικό είναι να μην ξεχαστεί ό,τι έγινε. Ηταν τραγικό. Δεν υπάρχει άλλη λέξη να το περιγράψει», λέει λίγο πριν από την Κατερίνη.
Αμήχανοι οι επιβάτες
Στο δρομολόγιο επιστροφής, το τρένο έφυγε με καθυστέρηση. «Καλό σας ταξίδι. Αναχωρήσαμε με 27 λεπτά καθυστέρηση που οφείλεται σε τεχνικό πρόβλημα», ακούστηκε από τα μεγάφωνα στις 10.34 το πρωί της Τρίτης, με τους υπαλλήλους να εξηγούν πως το πρόβλημα ήταν ότι δεν έκλειναν οι πόρτες ενός βαγονιού. Στη σκοτεινή σήραγγα πριν από τον Ευαγγελισμό, τα δευτερόλεπτα έμοιαζαν αιώνες. Αμήχανοι οι επιβάτες περίμεναν ώσπου να βγει η αμαξοστοιχία και πάλι στο φως της συννεφιασμένης μέρας.
Το ρολόι έδειχνε 12.09 μ.μ. όταν περάσαμε από το σημείο του δυστυχήματος. Εχοντας αφήσει πίσω μας την κοιλάδα των Τεμπών, δεξιά και αριστερά το Intercity προσπερνούσε το ένα μετά το άλλο τα σταθμαρχεία στις διάφορες στάσεις. Τοπία αγγελοπουλικά, ξεφλουδισμένα κτίρια, λιμνάζοντα νερά βροχής στις τσιμεντένιες αποβάθρες, κουφάρια παλιών τρένων ντυμένα με την τέχνη του γκραφίτι. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής θύμιζε ταξίδι με χρονοκάψουλα σε μια Ελλάδα προηγούμενων δεκαετιών. Λίγο μετά το Λιανοκλάδι, με την αλλαγή φρουράς στο κυλικείο, η Χούτος catering μας εύχεται ξανά «καλό ταξίδι».
Ανακούφιση
Στα μισοάδεια βαγόνια άλλοι διαβάζουν και αρκετοί κοιμούνται. Ενας 86χρονος κύριος, ονόματι Θεόδωρος, μου λέει ότι είχε πάρει το τρένο της 27ης Φεβρουαρίου για Αθήνα κι ότι δεν είχε ενδοιασμούς να ξαναμπεί καθώς ό,τι συνέβη ήταν από ανθρώπινο λάθος. Το τρένο φτάνει Αθήνα στις 16.10 και οι περισσότεροι, παρά την καθυστέρηση, πατούν στην αποβάθρα με μια ανακούφιση που συνοδεύεται από τη φράση «τέλος καλό, όλα καλά». Η οποία και αποτυπώνεται σε μηνύματα και κλήσεις προς οικεία πρόσωπα που ανέμεναν με αγωνία τη λήξη του «συναγερμού».
Μαρία Μουρελάτου, ΤΑ ΝΕΑ