Είναι ο καλλιτέχνης που έκανε το ρεμπέτικο τέχνη και προχώρησε σε συνειδητή ρήξη με την παράδοση. Είναι ο μουσικός που εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο με την απομάκρυνσή του από παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν.  

Ο Βασίλης Τσιτσάνης αποτέλεσε ίσως τη σημαντικότερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού του 20ου αιώνα. Εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του (18 Ιανουαρίου 1915),εξακολουθεί να συναρπάζει παλιού και νεότερους παραμένοντας διαχρονικός και επίκαιρος όπως οι μεγάλοι της τέχνης.

Μερικά πράγματα που ίσως δεν γνωρίζετε για τον Βασίλη Τσιτσάνη:

-Γεννήθηκε την ίδια ημέρα που πέθανε: στις 18 Ιανουαρίου. Το 1915 ήταν το έτος γέννησής του και το  1984 το έτος θανάτου του.

-Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος  ρεμπέτης με στεριανή προέλευση

-Οι πρώτες του επιρροές ήταν τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη. Καθοριστική ήταν η γνωριμία του με τον σπουδαίο - αλλά αδικημένο από την Ιστορία -  τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια

-Επί δικτατορίας Μεταξά με τα ρεμπέτικα να μπαίνουν στο περιθώριο, ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες.

-Τον Μάρτιο του 1938 υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνούσε στην ώρα του, γεγονός που εξόργιζε τους διοικητές του. Περνούσε πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου έγραψε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα».

-Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου, για ένα μεγάλο διάστημα, είχε δικό του μαγαζί, το «Ουζερί ο Τσιτσάνης», το οποίο έγινε διάσημο. Εκεί, έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου.

-Μερικές από τις νέες φωνές που έφερε στο προσκήνιο και δέθηκαν μαζί του ήταν η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας.

-Ο Τσιτσάνης πρωτοείδε την Μαρίκα Νίκου το 1949  και όπως λέει ο ίδιος στη βιογραφία του στον Κ. Χατζηδουλή «Την άκουσα και δεν άργησα να καταλάβω το ταλέντο της. Κατάλαβα πως με δουλειά θ' άφηνε εποχή. Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο (...)» ΄Εγιναν ζευγάρι, έζησαν και χώρισαν επεισοδιακά τη δεκαετία του '50 εξαιτίας περιοδείας στη Νέα Υόρκη. «Δεν θα πας» της είπε ο Τσιτσάνης. «Θα πάω» απάντησε η Νίνου. Και πήγε μόνη της. Κάποτε ξαναγύρισε. Ήταν άρρωστη. «Ο Τσιτσάνης δεν της ξαναμίλησε. Δεν πήγε να τη δει στο νοσοκομείο. Ούτε στην κηδεία της πήγε...», έχει πει ο ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

-Ηταν στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργού της χώρας, και ο αγαπημένος του μουσικός. Υπήρξε μεγάλος λάτρης του ιστορικού ποδοσφαιρικού Α.Ο. Τρίκαλα πηγαίνοντας συχνά στο γήπεδο ακόμη και όταν η ομάδα του έπαιζε μακριά από τα Τρίκαλα. 

Πηγή: thetoc.gr