Η πεδιάδα της Θεσσαλίας μπορεί  να θρέψει την χώρα αλλά χρειάζεται νερό. Η ορθολογική διαχείριση του νερού μέσω της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών πρέπει να είναι  βασική επιλογή, δεν μπορεί όμως να έχει άμεσα αποτελέσματα. Η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών δεν διατάσσεται,  θέλει τον χρόνο της για να μην έχει κοινωνικές επιπτώσεις. Και πάλι όμως θα αντλούμε νερό, βεβαίως λιγότερο, και θα καταναλώνουμε  ενέργεια για την άντληση του από όλο και πιο βαθιά στρώματα επιβαρύνοντας το κόστος παραγωγής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είμαστε σε μια διαδικασία φυσικής καταστροφής. Στον Θεσσαλικό κάμπο σήμερα λειτουργούν 33.500 γεωτρήσεις!!!!!. Είναι φυσικό ο  υδροφόρος ορίζοντας της να καταστρέφεται. Το τραγικότερο όμως όλων είναι ότι γνωρίζουμε και αναγνωρίζουμε ότι καταστρέφεται, έχουμε όμως την εντύπωση ότι ο υδροφόρος ορίζοντας απλώς υποβιβάζεται και συνεπώς θα έχουμε την δυνατότητα να τον επαναφέρουμε όταν θα πράξουμε τα δέοντα, εντύπωση που απενοχοποιεί την βόλεψη μας και επιτείνει την αναβλητικότητα μας. ΛΑΘΟΣ. Παράλληλα με τον υποβιβασμό του υδροφόρου ορίζοντα επέρχεται σταδιακά και η καταστροφή του . Η ερημοποίηση και η μη αναστρέψιμη υφαλμήρωση είναι εντός των πυλών και το γνωρίζουμε. Οι αντλήσεις πρέπει να σταματήσουν με σταθερούς και γρήγορους ρυθμούς ώστε να βοηθηθεί η φύση να αποκαταστήσει την ισορροπία της. Στο μέλλον θα υπάρξει πρόβλημα και στην ύδρευση των πόλεων, των οικισμών και των λοιπών παραγωγικών δραστηριοτήτων. Πως όμως θα αρδευτεί ο θεσσαλικός κάμπος; Πως θα υδροδοτηθούν τα αστικά κέντρα και η λοιπή παραγωγή;

Η δημιουργία λιμνοδεξαμενών .

Η Θεσσαλία έχει ετήσιο υδρολογικό φορτίο 600 χιλιοστά. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού λόγω του οριζόντιου ανάγλυφου χάνεται δια της εξάτμισης και δια του Πηνειού στην θάλασσα. Μικρό μέρος, κυρίως στα ανατολικά ορεινά της Πίνδου, εμπλουτίζει τον υδροφόρο ορίζοντα. Μέρος αυτού του υδρολογικού δυναμικού μπορούμε και πρέπει να αξιοποιήσουμε με την κατασκευή λιμνοδεξαμενών. Τα  έργα αυτά, πέραν της χρήσης του αποθηκευμένου νερού, εμπλουτίζουν άμεσα και τον υδροφόρο ορίζοντα. Η δυτική Ελλάδα έχει διπλάσιο περίπου υδρολογικό φορτίο. Αυτό μπορεί με ορθολογικό τρόπο να αξιοποιηθεί. Η πρώτη εκτροπή νερού από τον Αχελώο στην Θεσσαλία έγινε με την λίμνη του Μέγδοβα (λίμνη Πλαστήρα) δια του ΥΗ/Σ Ταυρωπού. 

Η εκτροπή του Αχελώου.

Το έργο σχεδιάστηκε ως ενεργειακό και παράλληλα αρδευτικό. Το πρόβλημα  συνίσταται στην ποσότητα νερού που θα εκτρέπεται. Υπάρχει βάσιμη επιφύλαξη  ότι μεγάλες ποσότητες νερού θα δημιουργήσουν πρόβλημα στον ρου, στα οικοσυστήματα και στην εκβολή του Αχελώου. Η αρχική μελέτη προέβλεπε 1100εκατ μ3, μετά περιορίστηκε στα 600εκατ μ3 και η τελευταία απόφαση του ΣΤΕ μιλά για 250εκατ μ3. Πως μπορούμε όμως να αξιοποιήσουμε τα όρια που έθεσε η απόφαση του ΣΤΕ, ώστε να επιτύχουμε την ενίσχυση της άρδευσης της θεσσαλικής πεδιάδας που είναι πλέον φυσική αναγκαιότητα;

Η αλλαγή στην φύση του έργου. Η μικρή αρδευτική εκτροπή.

Ο στόχος της ενίσχυσης της άρδευσης της πεδιάδας και εμμέσως της ενίσχυσης του υδροφόρου ορίζοντα μπορεί να επιτευχθεί, αρκεί να αλλάξει η φύση του έργου. Το έργο σχεδιάστηκε ως ενεργειακό, με παράλληλο στόχο την άρδευση του κάμπου. Η μορφή αυτή του έργου πρέπει να εγκαταλειφθεί και η εκτροπή πρέπει να μελετηθεί ως έργο καθαρά αρδευτικό. 

Γιατί:

Τα υδροηλεκτρικά για να λειτουργήσουν απαιτούν ροή μεγάλων  ποσοτήτων  νερού. Το νερό αυτό  με αρδευτικές διώρυγες θα διοχετεύεται στον Πηνειό και δι΄ αυτού στην θάλασσα. Η αρδευτική συνεισφορά του νερού αυτού  θα είναι περιορισμένη σε μια ζώνη ένθεν και ένθεν των διωρύγων και του ποταμού, η δε άντληση  θα γίνεται με την χρήση ρεύματος και καυσίμων,  ενδεχομένως μη ελέγξιμα και αλόγιστα. Το αποτέλεσμα δεν θα είναι το προσδοκώμενο των ποσοτήτων νερού που θα εκτρέπονται και τελικά μεγάλη ποσότητα του νερού θα χύνεται στην θάλασσα. Πρέπει συνεπώς να αλλάξει η φύση του έργου και από ενεργειακό-αρδευτικό να γίνει καθαρά αρδευτικό. Φυσικά αυτό δεν αφορά το έργο της Μεσοχώρας το οποίο δεν αποτελεί μέρος της εκτροπής και είναι έργο καθαρά ενεργειακό. Η εκτροπή προβλέπει την δημιουργία  τριών λιμνών δια των φραγμάτων Μουζακίου, Πύλης και Μαυροματίου. Οι τεχνητές λίμνες Μουζακίου και Πύλης πρέπει να δημιουργηθούν ώστε, ως λιμνοδεξαμενές, να  συγκεντρώνουν τα τοπικά υδρολογικά φορτία και παράλληλα να εμπλουτίζονται από την εκτροπή ποσότητας των νερών του Αχελώου (η σήραγγα είναι ήδη διανοιγμένη), με ποσότητες που δεν θα επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία στην Δυτική Ελλάδα. Το νερό των λιμνών θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για άρδευση, με σύστημα διανομής κλειστών αγωγών πιέσεως (όπως το έργο Σμοκόβου), όπως δηλαδή το σύστημα υδροδότησης των πόλεων που είναι κλειστό κύκλωμα και για να υπάρξει παροχή πρέπει να ανοίξει η βρύση. Κατά την περίοδο ξηρασίας οι λίμνες θα εμπλουτίζονται από τον Αχελώο ελεγχόμενα και ανάλογα με τις ανάγκες άρδευσης στην πεδιάδα αλλά πάντως εντός των ορίων του ΣΤΕ. Με τον τρόπο αυτό θα χρησιμοποιείται πολλαπλάσια λιγότερη ποσότητα νερού που θα καλύπτει ανάγκες μεγαλύτερης στρεμματικής έκτασης από τον κλασσικό τρόπο άρδευσης με ανοικτούς αγωγούς. Η ποσότητα νερού έτσι θα είναι ελέγξιμη και θα μπορεί να εφαρμοστεί πολιτική ορθολογικής χρήσης και περιορισμού της σπατάλης. Η διανομή με αγωγούς πίεσης  έχει ευελιξία, πολλαπλές εφαρμογές (ύδρευση, βιομηχανική χρήση, πυροσβεστική χρήση κ.λ.π), δυνατότητα ελέγχου, οικονομία στην ποσότητα κατανάλωσης και δεν απαιτεί ενέργεια στην χρήση του (το απόλυτο ισοδύναμο στις αυξήσεις που επιβάλλονται στο αγροτικό πετρέλαιο και το ρεύμα).

Τέτοια ώρα…;

Θα αναλογισθεί ο αναγνώστης: τέτοια ώρα, τέτοια λόγια; Έχει η χώρα τώρα την δυνατότητα να εκτελέσει τέτοια έργα; Ειδικά τώρα που η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας είναι ένα από τα βασικά κλειδιά για την ανάπτυξη, τα αναπτυξιακά σχέδια πρέπει, χωρίς μεμψιμοιρίες, να αποτελούν προτεραιότητα. Η χρηματοδότηση παραγωγικών έργων μπορεί να είναι αίτημα της χώρας ώστε αυτά, και μάλιστα το συγκεκριμένο, να χρηματοδοτηθούν από το ΕΣΠΑ, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το πακέτο Γιούνκερ κ.λ.π.

                                                                                

                                                                                  Θανάσης Ευαγγελόπουλος