Να δανείζεις ή να μην δανείζεις; Αν δανείσεις και το χάσεις; Αν δεν δανείσεις και φανείς αγενής; Οι εντελώς διαφορετικές απαντήσεις αυτών των έξι συγγραφέων έχουν ενδιαφέρον και φωτίζουν το θέμα από όλες τις πλευρές. Το πώς θα διαχειριζόμαστε τα βιβλία μας είναι, στο κάτω κάτω, αυστηρά προσωπική υπόθεση, όπως και η ίδια η ανάγνωση.

Ο Διονύσης Μαρίνος αποφεύγει να δανείζει τα βιβλία-τόπους του

Περπατώντας τον χάρτη των εμμονών μου, με μεγαλύτερη ανοχή πλέον, ίσως και με μια δόση αποδοχής, βρίσκω πως μια από τις πιο καθοριστικές είναι η βιβλιοφιλική. Η σχεδόν φετιχιστική μανία μου με το αντικείμενο με τοποθετεί άνετα στη χορεία των «αντιδανειστών».

Η κατά καιρούς εμπειρία μου στο άθλημα του δανεισμού βιβλίων λειτουργεί αποτρεπτικά. Όσα μου επιστράφηκαν ήταν σε κακό χάλι κι άλλα δεν γύρισαν ποτέ από τα ξένα. Δεν είναι το αίσθημα της ιδιοκτησίας που με οδηγεί να μην δανείζω τα βιβλία μου, αλλά η βεβαιότητα πως αν το κάνω θα είναι σαν να αφαιρώ μια μνήμη από τον σκληρό δίσκο του μυαλού μου.

Τα βιβλία που διαβάσαμε και διαβάζουμε είναι τόποι: έχουν υλική και πνευματική υπόσταση. Είναι απτά και συγχρόνως κρύβουν μέσα στις σελίδες τους έναν λεπτό ήχο, μια σιγανή ανάσα. Υπάρχουν στιγμές που σου ζητούν να τα τραβήξεις από τη θέση που τα έχεις τοποθετήσει στη βιβλιοθήκη σου, να τα ανοίξεις να πάρουν αέρα, να διαβάσεις ξανά μια-δύο σελίδες τους, να τους θυμίσεις πως τα αγάπησες και να σου θυμίσουν με τη σειρά τους γιατί τα έχεις κρατήσει.

Αυτή η σχέση αποκτάται με το να έχεις τα βιβλία τριγύρω σου, να σε περιβάλλουν. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα ακούσεις αυτόν τον ψίθυρο και ποιο βιβλίο θα τον εκφέρει. Αντιλαμβάνομαι πως υπάρχουν πολλά επιχειρήματα που θα μπορούσαν να αντικρούσουν άνετα όσα λέω. Όπως, όμως, έλεγε και ο Τερτιλιανός «credo quia absurdum» (σ.σ.: «Το πιστεύω επειδή είναι παράλογο»). Επομένως, συνεχίζω να διατηρώ τον παραλογισμό μου και να αποκρούω με φιλικό τόνο τις προτάσεις φίλων και γνωστών να τους δανείσω κάποιο από τα βιβλία μου.

Η Ευσταθία Ματζαρίδου ονειρεύεται έναν κόσμο όπου τα βιβλία αλλάζουν χέρια τακτικά

Δανείζω με μεγάλη χαρά βιβλία, δεν είναι για μένα το βιβλίο φετίχ, κι ας υπάρχει ο κίνδυνος να χάσω βιβλία, πράγμα που μου συμβαίνει συχνά γιατί δανείζω βιβλία ανεξέλεγκτα και απερίσκεπτα. Παλιά, αν έκρινα ότι κινδυνεύει να μην επιστραφεί το πολύτιμο βιβλίο, έλεγα, σε παρακαλώ, αν είναι να το κρατήσεις, θα σου δώσω τα χρήματα να το αγοράσεις, γιατί, αν το χρειαστώ δεν θα ήθελα να μου λείπει…, το έλεγα, συνήθως, για βιβλίο που είχα και ιδιαίτερη σχέση με τον συγγραφέα.

Τώρα πια δεν λέω ούτε αυτό, γιατί αφενός σκέφτομαι ότι για να το κράτησε κάποιος σίγουρα θα του ήταν απαραίτητο (χωρίς να εξετάσω τους λόγους), κι αφετέρου δεν θέλω να αποτρέψω κανέναν από δανεισμό γιατί θλίβομαι να βλέπω τα βιβλία να κάθονται και να σκονίζονται στη βιβλιοθήκη μου και να έχουν διαβαστεί μόνον από μένα.

Τόσος κόπος, τόση γνώση, τόση πληροφορία, τόσο χαρτί να κάθεται φυλακισμένο, ακίνητο στα ράφια; Γι’ αυτό το λόγο, έχω αποφασίσει να κάνω συχνά και ξεκαθάρισμα της βιβλιοθήκης μου και να χαρίζω τα βιβλία που σίγουρα δεν θα μου λείψουν. Θα ήθελα να υπάρχουν κι εδώ σημεία, – όπως συμβαίνει στο εξωτερικό- , που να μπορείς να αφήνεις βιβλία και να παίρνεις. Νομίζω είχε δημιουργηθεί κάτι τέτοιο στην Κηφισιά, δεν ξέρω αν υπάρχει πια, δεν το έχω δει, ίσως να μην λειτούργησε. Στη Γερμανία που ξέρω καλά, λειτουργεί πολύ αυτό, υπάρχουν σημεία σε πάρκα και σε κομβικά σημεία της πόλης, το έχω κάνει κι εγώ και μου άρεσε.

Είχα την ευκαιρία να έχω ένα βιβλίο που ήταν επιλογή κάποιου άλλου και είχε αφήσει κάτι από τον εαυτό του, κάποιο αποτύπωμα, υπήρχε κάτι το ηδονοβλεπτικό σ’ αυτό. Ίσως ήταν και ο μόνος τρόπος να διαβάσω βιβλίο άλλου, γιατί δανείζομαι πάρα πολύ σπάνια βιβλία(σχεδόν ποτέ), είτε γιατί το βιβλίο το απολαμβάνω όταν το κακοποιώ(κρατώντας σημειώσεις κλπ.), είτε γιατί τα βιβλία που μ’ ενδιαφέρουν, ανήκουν συνήθως σε παθιασμένους βιβλιόφιλους και διακρίνω σ’ αυτούς το άγχος του αποχωρισμού ή το φόβο της φθοράς τους, κι αυτό μου δημιουργεί και μένα άγχος και έτσι το αποφεύγω. Δανείζομαι, λοιπόν, μόνο από βιβλιοθήκες, αλλά δανείζω με χαρά και ενθουσιασμό και θεωρώ και τιμή μου, να καλύπτουν τα βιβλία μου τα αναγνωστικά ενδιαφέροντα κάποιου άλλου.

Η Ρέα Γαλανάκη προτιμά να χαρίζει, παρά να δανείζει

Δεν υπάρχουν κανόνες για τον δανεισμό ή όχι των βιβλίων. Προσωπικάείμαι εναντίον του ιδιωτικού δανεισμού λογοτεχνικών βιβλίων που κυκλοφορούν, επειδή υποστηρίζω τα δικαιώματα των συγγραφέων, κι επειδή

νομίζω ότι τα βιβλία μάλλον είναι πολύ φθηνά παρά τα όσα λέγονται κατάκαιρούς από διάφορους. Είμαι, ωστόσο, απολύτως υπέρ των δημόσιων δανειστικών βιβλιοθηκών.Τα τελευταία χρόνια δανείζω μόνο σε γνωστούς μου βιβλία για τηνιστορική, ή την όποια άλλη, έρευνά τους – εφ’ όσον τα έχω και είναιδυσεύρετα. Μπροστά τους σημειώνω σε ένα χαρτί τους τίτλους και πόσο καιρότα χρειάζονται. Τα ζητώ πίσω οπωσδήποτε.

Φυσικά έχω χάσει βιβλία, τα τελευταία κατά τη δεκαετία του ογδόντα. Θυμάμαι και βιβλία που έχασα όσο ήμουν μαθήτρια και μετά φοιτήτρια. Τότε δανείζαμε (και χάναμε) βιβλία με πολύ μεγάλη άνεση, ίσως διότι δεν υπήρχε

ακόμη – για μένα τουλάχιστον – η επαγγελματική συγγραφική συνείδηση, που σε κάνει πιο φειδωλό. Θα ισχυριζόμουν όμως ότι με το πέρασμα του χρόνου αλλάζει γενικά και η σχέση μας με το βιβλίο, διαφορετικά για τον καθένα.

Αντί να δανείζω πάντως, εγώ χαρίζω βιβλία. Πριν δυο χρόνια χάρισα στηΒιβλιοθήκη του Παν/μίου Πατρών περίπου τέσσερις χιλιάδες βιβλία από την προσωπική μου βιβλιοθήκη, όταν μου έκανε την τιμή το εκεί Τμήμα

Φιλολογίας να μου την ζητήσει. Θα υπάρξει κι επόμενη δωρεά οπωσδήποτε. Χαρίζω επίσης τρέχοντα βιβλία στον εξαιρετικό πολιτιστικό σύλλογο της γειτονιάς μου στην Αθήνα, που δημιουργεί βιβλιοθήκη.

 Ο Άρης Σφακιανάκης δάνεισε κάποτε από έρωτα μάλλον (ήταν η τελευταία φορά)

Βιβλία δεν δανείζω ποτέ. Μα εκείνη επέμενε. Ίσως και να ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Διάβαζα τότε (μιλάμε για πολύ παλιά) τον Τροπικό του Αιγόκερω. Μόλις το τέλειωσα κι άρχισα να της λέω πόσο πολύ μου άρεσε οπότε εκείνη –τώρα πια ούτε το όνομά της δεν θυμάμαι- ζήτησε να το διαβάσει με τη σειρά της.

Δεν είχε, μου είπε, λεφτά να το αγοράσει. «Τότε, κλέφ’το» πρότεινα. Εκείνη –ούτε το πρόσωπό της θυμάμαι πια- επέμενε να της το δανείσω. Μάλλον θα ήμουν πολύ ερωτευμένος μαζί της. «Μη φοβάσαι ότι θα το χάσεις», μου είπε. «Πάντα επιστρέφω τα βιβλία που δανείζομαι». Εντέλει, της το έδωσα. Της έδωσα τον Χένρι Μίλερ μου. Και, ω του θαύματος, εκείνη μου το επέστρεψε το βιβλίο. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου –μα ποια ήταν;- και τη γέμισα φιλιά.

Όταν κάποτε έφυγε για το σπίτι της, πήρα το βιβλίο να το βάλω στη θέση του στη βιβλιοθήκη. Για μια στιγμή το ξεφύλλισα, έτσι από τρυφερότητα. Και μονομιάς φούντωσα από οργή. Οι σελίδες ήταν γεμάτες σημειώσεις κι υπογραμμίσεις. Στο βιβλίο μου! Ευτυχώς εκείνη είχε φύγει αλλιώς μπορεί και να βιαιοπραγούσα –εγώ, το αρνάκι του Θεού. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα. Το βιβλίο εκείνο το έχω φυλάξει για να μου θυμίζει τι δεν πρέπει να ξανακάνω ποτέ.

Ο Δημήτρης Σωτάκης θεωρεί γλυκιά την απώλεια βιβλίων από δανεισμό

Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι είμαι κατηγορηματικά υπέρ του δανεισμού βιβλίων. Μου φαίνεται, μάλιστα, αδιανόητο να αρνείται κάποιος αυτή την πραγματικότητα και να θεωρεί ότι τα βιβλία πρέπει να παραμένουν για πάντα σε ένα συγκεκριμένο ράφι.

Σαφώς και υπάρχουν ψυχολογικές εξαιρέσεις, υπάρχουν, χωρίς δεύτερη σκέψη, συγκεκριμένα κείμενα που δεν θα θέλαμε να αποχωριστούμε, με τα οποία έχουμε δεθεί συναισθηματικά, αυτό είναι κατανοητό, όμως πρόκειται για μια ειδική συνθήκη. Έχω χάσει βιβλία από δανεισμό, όμως από τη δική μου οπτική γωνία αυτή είναι η γλυκύτερη απώλεια, τα βιβλία έχουν ταξιδέψει κάπου αλλού, αυτός είναι ο σκοπός της ύπαρξής τους στη δική μου συνείδηση. Και βέβαια έχουν “χάσει” και άλλοι βιβλία που πέρασαν στα δικά μου χέρια.

Άλλωστε, ο διανοητικός οργασμός από ένα βιβλίο που σου έχουν δανείσει, μέσα στο οποίο ανακαλύπτεις έναν θησαυρό, του οποίου μέχρι εκείνη τη στιγμή δε γνώριζες την ύπαρξη, καταδεικνύει με τον πιο εμφατικό τρόπο τη χαρά του δανεισμού. Ίσως η στάση μου σε αυτό το ζήτημα να προκύπτει και από τη θέση μου περί του θεσμού της ιδιοκτησίας σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, με εξοργίζουν όσοι πεισματικά διακατέχονται από την ψευδαίσθηση ότι κάτι τούς ανήκει για πάντα, ότι οφείλουν να το έχουν στην κατοχή τους αιώνια, δυσανασχετώ όταν ακούω κάποιον να μιλάει με ένταση για τα βιβλία “του”, σα να πρόκειται για κάτι που κατέκτησε και τώρα του ανήκει σε ένα παράδοξο σύστημα δικαιοσύνης.

Με το να αρνείται κανείς να δανείσει βιβλία, ουσιαστικά αρνείται την ίδια τη φύση της λογοτεχνίας ή έστω μιας παραμέτρου της, την ελευθερία, τη διακίνηση ιδεών και τον άναρχο χαρακτήρα της ίδιας της Τέχνης. Μια βιβλιοθήκη δεν έχει όρια, χτίζεται, ανοικοδομείται, μεταμορφώνεται, μοιάζει με έναν ολοένα μετακινούμενο χάρτη, που μπορεί κανείς να αναδιοργανώνει χωρίς όρια. Μη διστάζετε να δανείσετε, λοιπόν, τα βιβλία σας. Ακόμη κι αν δεν ξαναγυρίσουν ποτέ κοντά σας, θα βρίσκονται για πάντα μέσα σας.

Η Βάσια Τζανακάρη πατά συχνά τον παιδικό της όρκο περί μη δανεισμού

Ένα καλοκαίρι στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο αδελφός μου κι εγώ παραθερίζαμε στο σπίτι των παππούδων μας στον Σταυρό Θεσσαλονίκης και μια μέρα κάναμε το λάθος να δανείσουμε σε κάποια παιδιά που κάναμε παρέα τη Ζωδιακή Πέτρα, ένα τομάκι κόμικ που μας είχε ξετρελάνει. Μας το επέστρεψαν φύλλο και φτερό, όχι μόνο σαν να μην έτρεχε τίποτα, αλλά και σαν να ήμασταν περίεργοι που διαμαρτυρηθήκαμε και «κάναμε έτσι» για ένα περιοδικό.

Από τότε, ορκιστήκαμε και οι δύο να μην ξαναδανείσουμε βιβλίο ή περιοδικό σε κανέναν. Εγώ όμως δάνεισα, και ξανά και ξανά, γιατί δεν μπορούσα να πω όχι, αν και πάντα με συνόδευε η ανησυχία για το πώς θα μου επιστραφεί το βιβλίο που αποχωριζόμουν προσωρινά. Πλέον, δίνω δανεικά βιβλία που αγαπώ σε ανθρώπους που αγαπώ.

Όσα με ενθουσιάζουν τα πασάρω σχεδόν με το ζόρι σε φίλους και φίλες λέγοντας «τι τυχερός/τυχερή που είσαι που δεν το έχεις διαβάσει ακόμα». Μ’ αρέσει να μοιράζομαι ό,τι αγαπώ, και μεταφορικά και κυριολεκτικά. Δανείζω λοιπόν ευχαρίστως βιβλία, ωστόσο δεν μου αρέσει να τα κρατάνε πολύ καιρό – έχω μια αίσθηση εκκρεμότητας, νιώθω ότι κάτι λείπει, και, εκτός των άλλων, ξεχνάω τι έχω δώσει και πού. (Αν διαβάζεις και σου έχω δανείσει τους Όμορφους Έρωτες του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, φέρ’ τους μου πίσω, σε παρακαλώ.)

Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν όταν κάποιος φτάσει σε μια σελίδα που έχω τσακίσει –ω, ναι, τσακίζω τις γωνίες– θα καταλάβει γιατί έχω τσακίσει τη συγκεκριμένη σελίδα. Μερικές φορές εύχομαι όχι-η σχέση με το κάθε βιβλίο είναι πολύ προσωπική.

in.gr