Είναι πολλά τα ερωτήματα που μπορούν να προκύψουν ή που ενσκήπτουν κατά διαστήματα, αναφορικά με το λόγο που ο άνθρωπος έχει την τάση να παίξει τυχερά παιχνίδια (κυρίως στοίχημα), κοινώς να τζογάρει.

Δεν θα πόνταρε κανείς αν το στοίχημά του δεν είχε κάποια αξία, κάποιο προσδοκώμενο κέρδος, που να αξίζει όμως το ρίσκο. 

Η ψυχολογία του στοιχηματισμού έχει αναμφίβολα πολλές παραμέτρους. Η πιο απλή ερώτηση που θα μπορούσε να γίνει όμως είναι η εξής: 

«Αφού οι bookmakers κερδίζουν και οι παίκτες χάνουν, τότε γιατί οι δεύτεροι εξακολουθούν να παίζουν;»

Είναι παράλογο να τζογάρουμε;

Σχεδόν για όλα τα παιχνίδια, από το αθλητικό στοίχημα, μέχρι τα χαρτιά και τη ρουλέτα, η προσδοκώμενη αξία είναι αρνητική. Αν λάβουμε υπόψη τις πιθανότητες, τις αποδόσεις, την γκανιότα, τότε είναι ευνόητο πως μακροπρόθεσμα και σε μέσους όρους ο παίκτης είναι χαμένος. Τότε γιατί παίζει; Αφενός οι παίκτες δεν κατανοούν ακριβώς το νόμο των πιθανοτήτων, αφετέρου υπερεκτιμούν την προοπτική του προσδοκώμενου κέρδους, σε σχέση με το ενδεχόμενο της απώλειας. Μεροληπτούν δηλαδή υπέρ της θετικής προοπτικής και αυτό γεννά την υπερβολική αυτοπεποίθηση. 

Υπερβολική αυτοπεποίθηση

Ίσως ο χειρότερος εχθρός για τον παίκτη των τυχερών παιχνιδιών, διότι οδηγεί σε πολλά λανθασμένα συμπεράσματα και συμπεριφορές. Αναφερόμαστε στην υπερβολική αυτοπεποίθηση.

Πρόκειται για μία κατάσταση, όπου ο παίκτης υπερεκτιμά τις ικανότητές του. Αυτό είναι γνωστό και ως φαινόμενο της «Λίμνης Γουόμπεγκον» (Lake Wobegon). Πρόκειται για μία φανταστική πόλη, όπου όλες οι γυναίκες είναι δυνατές, οι άντρες όμορφοι και τα παιδιά άνω του μέσου όρου. Αυτό το φαινόμενο καταγράφηκε το 1976/77, σε 829.000 παιδιά γυμνασίου στις ΗΠΑ. Το 60% εξ αυτών ήταν άνω του μέσου όρου σε αθλητικές ικανότητες, ενώ μόλις το 6% κάτω από αυτό. Σε ηγετικές ικανότητες, το ποσοστό μεγάλωνε στο 70% έναντι του 2%, παρόλα αυτά στο ερωτηματολόγιο, το 100% πίστευε ότι ήταν στο θετικό ποσοστό, κάτι που σημαίνει ότι ένας σεβαστός πληθυσμός μαθητών, δεν είχε σωστή εκτίμηση για τον εαυτό του.

Ποιος πουλάει και ποιος αγοράζει;

Αυτό είναι ένα σημαντικό ερώτημα. Ο γνωστός ψυχολόγος, Daniel Kahneman στο βιβλίο του «Thinking, Fast and Slow», αναφέρεται στην ερώτηση που έθεσε σε γνωστή εταιρεία του Χρηματιστηρίου, η οποία ήταν η εξής: «Όταν υπάρχει ένα απόθεμα… ποιος το αγοράζει;».

Όταν γίνεται μία αγοραπωλησία, αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολο να είναι απόλυτα fair και για τις δύο πλευρές. Κάποια από τις δύο επωφελείται περισσότερο από την άλλη. Αυτό, στο στοίχημα, καθορίζεται ουσιαστικά από τις αποδόσεις. Δεν θα παίξετε ποτέ τη νίκη ενός αουτσάιντερ σε χαμηλή απόδοση. Θα πρέπει πάντα το ρίσκο να έχει αξία, αλλιώς η εταιρεία δεν θα μπορέσει να το πουλήσει στον παίκτη. 

Ο τρόπος που παίζουμε

Παρά το γεγονός ότι η υπερβολική αυτοπεποίθηση, οι συμπεριφορικές προκαταλήψεις, ή ακόμη και ο παραλογισμός μπορούν να εξηγήσουν το λόγο που κάποιοι παίζουν σε τυχερά παιχνίδια, δεν μπορούν να ελέγξουν τον τρόπο με τον οποίο παίζουν.

Κάποιος μπορεί να ποντάρει σε φαβορί, κάποιος άλλος σε αουτσάιντερ, ή κάποιος άλλος να παίζει με βάση τις αποδόσεις αν είναι value ή όχι. Επίσης ρόλο στην απόφαση μπορεί να παίξουν οι πιθανότητες ενός σημείου να επαληθευτεί με βάση τα αγωνιστικά κριτήρια, αν και σε αυτήν την περίπτωση, αν αφήσετε τις αποδόσεις στην άκρη, κάνετε μεγάλο λάθος. 

Το βασικό ερώτημα όμως παραμένει το εξής: Τι κάνει κάποιους παίκτες να αισθάνονται τόσο σίγουροι για τις επιλογές τους, να πιστεύουν ότι το σημείο που έχουν επιλέξει είναι άχαστο; 

Εμείς ολοκληρώνοντας έχουμε να πούμε πως τα πάντα μπορούν να συμβούν στα τυχερά παιχνίδια. Όποιος παίζει πρέπει να το κάνει για διασκέδαση και όχι να ποντάρει με αυτοσκοπό το κέρδος. Επίσης να θυμάστε, η γκανιότα υπάρχει και λειτουργεί υπέρ της εταιρείας, η οποία παίζει πάντα με τις πιθανότητες υπέρ της.