Ο Θεόδωρος Μπενάκης γεννήθηκε το 1959. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και εργάζεται ως δημοσιογράφος από το 1983.

Υπήρξε συνεργάτης της εφημερίδας «Καθημερινή» και των περιοδικών «Τετράδια», «Εποπτεία» και «Τέταρτο», αρχισυντάκτης του περιοδικού «Διεθνής Επιθεώρηση» και εκδότης για 15 χρόνια εβδομαδιαίων εφημερίδων στα Πολωνικά, Ρωσικά και Αλβανικά.

Από το 2013 εργάζεται ως αρχισυντάκτης αγγλόφωνων ιστοσελίδων των Βρυξελλών που καλύπτουν ειδησεογραφικά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Το μυθιστόρημα Το παρελθόν του Κυρίου Ζωρζ είναι το δεύτερο λογοτεχνικό του έργο. Την είσοδό του στην αστυνομική λογοτεχνία έκανε με το μυθιστόρημα Το λάθος βήμα του τραπεζίτη, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Στοχαστής το 2017.

Άλλα έργα του: Η άλλη όψη του ελληνικού εργατικού κινήματος (1918-30), Κρίση στα Βαλκάνια, Συζητώντας για την Αλβανία (με τον Ραμίζ Αλία) και Δημήτρης Γιωτόπουλος, Από τον επαναστατικό στον φιλελεύθερο σοσιαλισμό.

Ο ίδιος μίλησε στο kosmoslarissa.gr και στον Λευτέρη Ευαγγέλου:

Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε το δεύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα σας «Το παρελθόν του κυρίου Ζωρζ» από τις εκδόσεις Στοχαστής. Στηρίζεται σε πραγματικά πρόσωπα ή είναι εξολοκλήρου προϊόν μυθοπλασίας;

Συχνά στα μυθιστορήματα συναντιούνται πραγματικά στοιχεία με προϊόντα της φαντασίας. Στην περίπτωση του «κυρίου Ζωρζ», εκτός από την περιγραφή σκηνών από την Κατοχή και από την Αθήνα του 1966 που είναι πραγματικές, είναι και το ίδιο το πρόσωπο του θύματος. Τον Ζωρζ τον «γνώρισα» το 1978 - δεν νομίζω ότι είχε κάποια ιδιαίτερη εμπλοκή την περίοδο της Κατοχής και βέβαια δεν τον δολοφόνησαν- αλλά το πρόσωπό του, το επάγγελμά του, η ζωή του, μου έδωσαν την αρχική ιδέα επάνω στην οποία έχτισα τον χαρακτήρα του θύματος.

Το πρώτο σας αστυνομικό μυθιστόρημα «Το λάθος βήμα του τραπεζίτη» αναφέρεται σε μια υπόθεση υπεξαίρεσης χρημάτων την περίοδο της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Και στο «Παρελθόν του κυρίου Ζωρζ» η υπόθεση εκτυλίσσεται μεταξύ Κατοχής και 1966. Τι σας κάνει να γράφετε αστυνομικά μυθιστορήματα με ιστορικό φόντο;

Είμαι ο ίδιος αναγνώστης αστυνομικών μυθιστορημάτων ακόμα από την εποχή που το είδος θεωρούνταν «παραλογοτεχνία». Ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι συχνά μια μαθηματική άσκηση με προβλήματα που απαιτούν ακριβείς λύσεις. Άλλωστε σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο το αστυνομικό μυθιστόρημα κατέχει την πλειοψηφία στις προτιμήσεις των αναγνωστών. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα πληρούν τις προϋποθέσεις ενός λογοτεχνικού έργου. Όμως πάρα πολλά από αυτά είναι θαυμάσια λογοτεχνικά έργα. Μέσα από το αστυνομικό μυθιστόρημα το οποίο ακόμα θεωρείται πιο «ανάλαφρο» ανάγνωσμα ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να περάσει ιδέες, να δώσει ιστορικές πληροφορίες, να θέσει κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα. Τώρα για το ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Τα «αστυνομικά» του είδους αυτού με γοήτευαν πάντα. Μέσα από αυτά ο αναγνώστης μεταφέρεται σε άλλες εποχές και παίρνει μια γεύση από την τότε καθημερινή ζωή. Μαθαίνει επίσης πράγματα τα οποία συχνά μόνον η εξειδικευμένη έρευνα αποκαλύπτει. Θυμάμαι την περίφημη σειρά της Έλις Πίτερς και του ήρωά της μοναχού Καντφάελ που μας μεταφέρει στον Αγγλικό μεσαίωνα του 12ου αιώνα ή την σειρά της Danila Comastri-Montanari με τον συγκλητικό Πόπλιο Αυρίλιο που μας δίνει πάρα πολλά στοιχεία για την καθημερινή ζωή της Αρχαίας Ρώμης. Ακόμη τον ήρωα του Κάρλο Λουκαρέλι επιθεωρητή Ντε Λούκα που δρα στα τέλη της φασιστικής Ιταλίας και στα πρώτα χρόνια του Εμφυλίου πολέμου δίνοντάς μας εικόνες από την πολυπλοκότητα της κατάστασης σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια.

Έχουμε και στην Ελλάδα συγγραφείς που ασχολούνται με το είδος της ιστορικής αστυνομικής λογοτεχνίας;

Ασφαλώς, τα τελευταία χρόνια μάλιστα ο αριθμός τους αυξάνεται. Θα έλεγα ότι ο Γιάννης Μαρής υπήρξε ο πρώτος διδάξας. Ορισμένα από τα μυθιστορήματά του αναφέρονται στην Κατοχή και άλλα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Εξαιρετική είναι η τριλογία του Παναγιώτη Αγαπητού η οποία μας μεταφέρει στο Βυζάντιο του 9ου αιώνα, ενώ πρόσφατα έχουν γραφτεί θαυμάσια αστυνομικά με φόντο την Κατοχή και τους διωγμούς κατά των Ισραηλιτών.  

Το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα δεν θεωρείται πλέον ούτε από το κοινό ούτε από τους εκδοτικούς οίκους ως παραφιλολογία.

Το θύμα στην υπόθεση είναι ο Γιώργος Δαμίγος, ο «κύριος Ζωρζ», ο οποίος είναι ομοφυλόφιλος. Βρίσκεται δολοφονημένος στο πολυτελές διαμέρισμά του στα Εξάρχεια το Σεπτέμβρη του 1966. Γιατί αυτές οι επιλογές; Ομοφυλόφιλος, Εξάρχεια;

Στόχος μου είναι μέσα από την ιστορία του «Ζωρζ» να περιγράψω λεπτομέρειες που διαφεύγουν της προσοχής μας. Πρώτα πρώτα την «παράλληλη» κοινωνία που ζούσε την περίοδο της Κατοχής και βρισκόταν σε επαφή και συγχρωτισμό με τον δωσιλογισμό της εποχής. Δωσίλογοι, άνθρωποι που κάνουν δουλειές με τους Γερμανούς χτίζοντας γι’ αυτούς οχυρά ή αναλαμβάνοντας την επίπλωση επιταγμένων διαμερισμάτων, κυρίες που περνούν ανέμελα τις μέρες τους μεταξύ εμπορικών καταστημάτων, ζαχαροπλαστείων, θεάτρων και κέντρων διασκέδασης καθώς και συνήγοροι των δωσιλόγων στις δίκες που ακολούθησαν την Απελευθέρωση περνούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.

Στο πρώτο μισό του μυθιστορήματος, οι εικόνες εναλλάσσονται μεταξύ της Αθήνας της Κατοχής και του 1966. Ορισμένοι από τους χαρακτήρες άλλοτε έχουν σκοτεινό και «κακό» ρόλο και άλλοτε είναι θύματα των περιστάσεων.

Θεώρησα ότι η ομοφυλοφιλία του «Ζωρζ» δίνει με τον καλύτερο τρόπο την ακραία εκμετάλλευση που μπορεί να υποστεί ένας νέος άνθρωπος. Περιγράφω έναν χαρακτήρα που από τα νεανικά του χρόνια ήταν θύμα συμφερόντων, απολαύσεων και προδοσιών. Ο Δαμίγος έχει ένα άσχημο και ένοχο παρελθόν που ξεκινάει στα χρόνια της Κατοχής. Αυτό το παρελθόν καθώς και τις επιλογές που έκανε στη ζωή του πληρώνει τελικά με την ζωή του. Αλλά ο ίδιος ο «Ζωρζ» είναι το πραγματικό θύμα και όχι μόνο γιατί δολοφονείται.  

Γιατί το πολυτελές διαμέρισμά του βρίσκεται στα Εξάρχεια που σήμερα θεωρούνται υποβαθμισμένα; Γιατί η Αθήνα, από την εποχή που έγινε πρωτεύουσα, άλλαξε πολλές φορές. Όχι μόνον τα κτίρια που με τόσο βάναυσο τρόπο έδωσαν τη θέση τους σε άχαρες πολυκατοικίες αλλά και οι γειτονιές. Πολυτελείς γειτονιές υπήρχαν σε πολλά από τα μέρη που σήμερα θεωρούνται υποβαθμισμένα. Και τα Εξάρχεια ήταν για αρκετές δεκαετίες – και ασφαλώς την δεκαετία του 1960 - κέντρο της αστικής τάξης και των διανοουμένων.

Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο αστυνόμος Παναγιώτης Λεγάκος. Πως επιλέξατε τον συγκεκριμένο χαρακτήρα;

Ο χαρακτήρας του στηρίχτηκε επίσης σε υπαρκτό πρόσωπο, όχι αστυνομικό αλλά στρατιωτικό. Είναι ένας ακέραιος άνθρωπος, με έντονα τα στοιχεία του τοπικισμού – κατάγεται από την Μεσσηνιακή Μάνη – πιστός στον όρκο που έδωσε να υπηρετεί την δικαιοσύνη. Ο Λεγάκος είναι ο δημόσιος υπάλληλος που όλοι θα θέλαμε. Πιστά προσηλωμένος στον νόμο, με τάσεις «αυτοδικίας» σε ζητήματα δευτερευούσης σημασίας όταν ο νόμος του φαίνεται ιδιαίτερα σκληρός και άδικος.

Οι δωσίλογοι. Ένα θέμα που συναντάμε σχεδόν πάντα σε ταινίες που αναφέρονται στην περίοδο της Κατοχής. Νομίζετε ότι υπάρχουν ακόμα σκοτεινά σημεία πάνω σε αυτό;

Για την Κατοχή γνωρίζουμε κυρίως την ιστορία της εθνικής αντίστασης. Οι εικόνες που έχουμε συμπληρώνονται από κουκουλοφόρους καταδότες, μαυραγορίτες και απάνθρωπους Γερμανούς στρατιώτες που τσακίζουν τα χέρια των πεινασμένων παιδιών που προσπαθούσαν να κλέψουν από στρατιωτικά φορτηγά. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Αγνοούμε την ύπαρξη αυτής της παράλληλης κοινωνίας στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω. Δεν έχουμε πλήρη εικόνα εκείνης της εποχής. Παραμένει σκοτεινό τι έκαναν στην μεταπολεμική Ελλάδα εκείνοι που με διάφορους τρόπους συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, από τους απλούς καταδότες μέχρι τους μηχανικούς, τους εργολάβους, τους βιομήχανους και τους επίσημους προμηθευτές. Πολλοί δικάστηκαν στις περίφημες δίκες των δωσιλόγων. Αλλά αν διαβάσουμε προσεκτικά θα βρούμε πάρα πολλά ονόματα που είτε απέφυγαν τις δίκες, είτε καταδικάστηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα, και που ξεπλυμένα και αποποινικοποιημένα μέσα στην μετεμφυλιακή Ελλάδα και τον Ψυχρό Πόλεμο έκαναν καριέρες στις επιχειρήσεις και την πολιτική την περίοδο των δεκαετιών 1950 και ’60. 

Τα δυο μυθιστορήματά σας εκδόθηκαν από τις εκδόσεις «Στοχαστής». Αν δεν κάνω λάθος με αυτά εγκαινιάστηκε μια νέα σειρά αστυνομικής λογοτεχνίας σε έναν ιστορικό εκδοτικό οίκο που εμμένει στην έκδοση ποιοτικών βιβλίων.

Είναι ακριβώς έτσι. Οι εκδόσεις Στοχαστής είναι από τους παλαιότερους εκδοτικούς οίκους και ιδιαίτερα προσεκτικός στις επιλογές του. Στην δική μου περίπτωση ο ρόλος του Στοχαστή και των ανθρώπων του, της Δάφνης Παπασπηλιοπούλου, του Λουκά Αξελού που είναι ο ίδιος συγγραφέας και της σημερινής εκδότριας Χριστίνας Ανδρέου, ήταν καθοριστικός. Όχι μόνο μου έδωσαν την ευκαιρία να δοκιμάσω την δουλειά μου στο βιβλιόφιλο κοινό αλλά με την προτροπή και συμβουλή τους επεξεργάστηκα και μετέτρεψα νουβέλες σε μυθιστορήματα.