Στα Τρίκαλα βρέθηκε η κόρη της αείμνηστης Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου, με αφορμή την μεγάλη εκδήλωση που πραγματοποίησε ο Δήμος Τρικκαίων, προκειμένου να τιμήσει την σπουδαία μουσικό, που έζησε και μεγαλούργησε για αρκετά χρόνια στην πόλη των Τρικάλων.   

Η πιανίστα με σημαντική διεθνή καριέρα, Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου, μίλησε στο trikalaenimerosi.gr, για την μητέρας της, αλλά και για δική της πορεία στην μουσική. 

Αναφερόμενη στην ζωή και το έργο της μητέρας της, Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, «παρουσιάζει» και τον πατέρα της, Λεωνίδα Παπαστεφάνου, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία της σπουδαίας μαέστρου, το όνομα της οποίας  ταυτίστηκε με την χορωδιακή μουσική σε πανελλαδικό επίπεδο, αφήνοντας ταυτοχρόνως έντονο το στίγμα της στην πόλη των Τρικάλων.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ    ΜΑΡΙΑ ΣΤΙΜΟΥ   7 ΙΟΥΛΙΟΥ 2021


Η διακεκριμένη πιανίστα Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου 


Κυρία Παπαστεφάνου, πώς νιώθετε που βρίσκεστε στα Τρίκαλα; 

Νιώθω εξαιρετικά, χαίρομαι πάρα πολύ! Πρόκειται για την πόλη στην οποία γεννήθηκα και πέρασα τα πρώτα συνειδητά παιδικά μου χρόνια. Από τα Τρίκαλα έφυγα σε ηλικία περίπου 8 ετών. 

Έχω πάρα πολλές αναμνήσεις, βαθιά ριζωμένες, οι οποίες ανακυκλώνονται συνεχώς στο μυαλό μου, φέρνοντας στο νου τις παραστάσεις εκείνης της εποχής. Καθώς δεν ζω εδώ και δεν μπορώ να παρακολουθήσω την εξέλιξη της πόλης, περπατώντας στην Ασκληπιού θυμάμαι το σπίτι στο οποίο κατοικούσαμε, απέναντι από το γιαουρτάδικο του Νταή. Δεν υπάρχει πια, έχει δοθεί αντιπαροχή και στην θέση του υπάρχει μια πολυκατοικία. Συνεχίζω να «βλέπω», όμως, την παλιά μου γειτονιά! Θυμάμαι μόνο τις παλιές μου παραστάσεις!

Φαντάζομαι, αναμνήσεις και παιδικά χρόνια με πολλή μουσική!

Ε ναι, με πολλή μουσική. Το σπίτι μας, επειδή ήταν και Ωδείο, ήταν κέντρο διερχομένων χορωδών και μαθητών του Εθνικού Ωδείου, οπότε υπήρχε πολλή μουσική. 

Αλλά και μουσική που σας ωθεί να κάνετε τα πρώτα δικά σας βήματα και να ασχοληθείτε μ΄αυτήν; 

Θυμάμαι περίπου στην ηλικία των 3 ετών άρχισα χωρίς να ξέρω, να παίζω με τα πλήκτρα του πιάνου, να μιμούμαι μελωδίες που άκουγα και να δημιουργώ δικές μου. Στην συνέχεια ξεκίνησε η μητέρα μου να μου μαθαίνει τις νότες και μετά, σε ηλικία 5 χρονών, ξεκίνησα κανονικά μαθήματα με εκείνη. 

Υπήρξε, δηλαδή, και δασκάλα σας. Πώς ήταν μαζί σας;

Για αρκετά χρόνια, μέχρι να πάμε στην Αθήνα, η μητέρα μου ήταν η δασκάλα μου. Ήταν απλή, προσηνής, πάντα χαμογελαστή, αλλά συγχρόνως μπορούσε να γίνει ιδιαίτερα αυστηρή. Ήταν πολύ οργανωμένη, ένας πολύ πειθαρχημένος άνθρωπος με ισχυρή θέληση, γι΄αυτό και τα κατάφερε. 

Ως δασκάλα ήταν πολύ επικοινωνιακή. Μάλιστα, όπως έγραψε στο βιβλίο της «Ο μύθος μια χορωδίας», το 2004, ήταν τόσο νέα όταν ήρθε στα Τρίκαλα, μόλις 22 χρονών, τόσο χαμογελαστή και νεανική, ώστε αρχικώς δίσταζαν οι γονείς των παιδιών να την εμπιστευθούν! 

Η μαέστρος Τερψιχόρη Παπαστεφάνου διευθύνει την Χορωδία Τρικάλων. Ανάμεσα στο κοινό ο Μίκης Θεοδωράκης

Από εκεί και μετά συνεχίζετε τις σπουδές σας, που είναι λαμπρές και κατακτάτε πολλές και σημαντικές διακρίσεις ως πιανίστα. Σαφώς, όλο αυτό οφείλεται σε εσάς. Στην δουλειά, την οργάνωση, την αγάπη σας για την μουσική. Ωστόσο, για να φτάσετε σε αυτήν την κορυφή υπάρχει, μήπως, και κάτι άλλο; Κάτι που σας έχει δώσει η μητέρα σας;

Η μητέρα μου, μού έχει δώσει το παν. Καταρχάς, την πρώτη επικοινωνία με τον κόσμο της μουσικής, η οποία χαράζεται για πάντα, αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει ποτέ. Όπως λένε οι ψυχίατροι στις ερωτικές σχέσεις η πρώτη επικοινωνία είναι το προφίλ της σχέσης δεκαετιών, έτσι και για μένα το προφίλ της σχέσης μου με την μουσική ήταν μέσω της μητέρας μου. Αυτό συνδέεται  και με την αγάπη που έχω με τον μελοποιημένο λόγο και με το γεγονός ότι ακόμη και τον Μπαχ που αγαπώ, τον βλέπω σαν λόγο, η μουσική στο Μπαρόκ είναι ακόμη λόγος, είναι συλλαβές.  Πραγματικά  νομίζω πως αυτό ξεκινάει  από τα ακούσματα των παιδικών μου χρόνων. 

Σε εσάς η μητέρα σας σάς πρόσφερε το παν. Σε όλους εμάς τί έχει προσφέρει; Ακούγοντας το όνομα, Τερψιχόρη Παπαστεφάνου κι όχι μόνο σήμερα αλλά και αύριο και οι επόμενες γενιές, τί είναι αυτό που θα μας έρχεται στο νου; 

Η μητέρα μου έχει ανοίξει την τεράστια πόρτα του χορωδιακού τραγουδιού σε μια δύσκολη εποχή για την Ελλάδα. Χαρακτηριστική είναι η κριτική που είχε γράψει την 1 Δεκεμβρίου του 1955 ο κορυφαίος μουσικοκριτικός της Αθήνας, ο Μίνως Δούνιας, γράφοντας στην «Καθημερινή», ότι ήρθε μια ομάδα 150 παιδιών από τα Τρίκαλα και μας δίδαξε την ποιοτική χορωδιακή μουσική. Πού είναι η Αθήνα, έγραψε, που δεν έχει, πια, μία χορωδία; 

Ήταν σκαπανέας, έκανε πάρα πολλά για την εποχή της. Άνοιξε δρόμους κοινωνικούς, ιδεολογικούς στην μουσική, με ένα νέο είδος, τη χορωδιακή διασκευή του ελληνικού τραγουδιού με συνοδεία λαϊκής ορχήστρας. 

Πάνω από όλα ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ κοντά με όλους. Με τα μέλη της χορωδίας διατηρούσε τεράστια φιλία και σχέση στοργής.  Ήταν σαν μητέρα. Ακόμη και μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής της υπήρχαν χορωδοί που την λάτρευαν σαν μητέρα τους. Είχε μεγάλη αγάπη μέσα της και όσο και να ζούσε θα είχε πολλά να δώσει. Με τον ίδιο τρόπο υπήρξε και υπέροχη γιαγιά, μεγάλωσε υπέροχα τον εγγονό της!  Σε όλα τα επίπεδα ήταν πάρα πολύ δραστήρια. 

Αναλογιζόμενος κανείς τις συνθήκες εκείνης της εποχής, μέσα στην δεκαετία του 1950, τόσο γενικότερα στην Ελλάδα, όσο και ειδικότερα στα Τρίκαλα ως μια μικρή επαρχιακή πόλη. Με ελάχιστη παράδοση στο χορωδιακό τραγούδι και μάλλον ανύπαρκτη γνώση, μπορεί να πει πως αυτό που κατάφερε η μητέρα σας ήταν αδιανόητο για τα δεδομένα της εποχής.

Αυτό το οποίο κατάφερε η μητέρα μου κατά μεγάλο μέρος οφείλεται όχι μόνο στο ταλέντο της και στην μεγάλη της ευελιξία και ικανότητα, αλλά και στον πατέρα μου. 

Νομίζω πως εκείνος την παρέσυρε σε μια ιδεολογία, ήταν ο Πυγμαλίωνάς της, ο μέντοράς της. Εκείνος είναι που την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Γιατί εκείνη για μια δεκαετία έκανε μόνο κλασικά έργα. Μετά θάνατον ανακαλύπτω στα αρχεία της πως το 1950 είχε παραγγείλει στο εξωτερικό παρτιτούρες από τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ για να τα ερμηνεύσει με την χορωδία του Ωδείου. Στη συνέχεια, τη δεκαετία του '60, μεταπήδησε στην διασκευή του λαϊκού τραγουδιού και έβαλε μπουζούκι στην ορχήστρα, μια μεγάλη επανάσταση για εκείνη την εποχή. Και βεβαίως η επιτυχία της οφείλεται στο ταλέντο, στην ικανότητα και στο ανοικτό της μυαλό, αλλά και στην έμπνευση κι αποφασιστικότητα του πατέρα μου. 

Ο  ιδεολογικός της προσανατολισμός-που ανήκε στην Αριστερά- υπήρξε επιρροή του πατέρα μου. Δεν υπήρξε όμως ποτέ οργανωμένη. Κανείς από τους δυο δεν ήταν. 

Υπήρχε ισχυρή η σφραγίδα των Τρικάλων στην ψυχοσύνθεσή της γενικότερα, όχι μόνο εξαιτίας της καριέρας της, αλλά και εξαιτίας της συμβίωσής της με έναν άνθρωπο που είχε ζυμωθεί με την ζωή των Τρικάλων. 

Ο δικηγόρος και αργότερα συμβολαιογράφος, Λεωνίδας Παπαστεφάνου

Στην δική σας μουσική καριέρα υπάρχει έντονη η αγάπη σας για τον Μπαχ. Έχετε πει «να μάθουμε να μας λείπει η μουσική του Μπαχ». Τι σημαίνει αυτό;   

Να μάθουμε ότι δεν είναι ποτέ αρκετός, ότι δεν τον ξέρουμε, είναι η αρχή και το τέλος της μουσικής, είναι και το μέλλον. Ο Μπαχ έχει διδάξει, έχει δώσει, έχει χαράξει την μουσική για πάντα και αντλούμε από αυτόν για να μάθουμε και αν δεν μας λείπει σημαίνει πως δεν έχουμε διάθεση να μάθουμε παραπάνω. Αντλούμε ένα απίστευτο κοίτασμα σκέψης μουσικής, αρμονικής, μελωδικής και φιλοσοφικής.

Γιατί  «δυσκολευόμαστε», όμως, να ακούσουμε αυτό το είδος της μουσικής;

Δεν το έχουμε στην κουλτούρα μας. Η μουσική παιδεία μας υστερεί. Τα τελευταία χρόνια έχουμε κάνει πολύ μεγάλα βήματα, αλλά νομίζω πως χρειαζόμαστε πολλή προσπάθεια ακόμα. Δεν θα έβλαπτε καθόλου κάθε τόσο να υπάρχουν σεμινάρια εισαγωγής στις βασικές αρχές της κλασικής μουσικής σκέψης. Δεν είμαι φανατική της κλασικής μουσικής, ακούω πολύ τζαζ, ροκ, αλλά πίσω από όλα είναι αυτή η αρμονική σκέψη, που χωρίς αυτήν είσαι μετέωρος. Δεν υπάρχεις. Όπως δεν μπορείς, αν δεν έχεις διαβάσει τους μεγάλους κλασικούς, να διαβάσεις Μπέκετ! Δεν θα τον καταλάβεις.

Σε ένα μικρό παιδί που θέλει να ξεκινήσει τα μαθήματά του σε ένα ωδείο. Έχει το χάρισμα, έχει ταλέντο, εσείς όμως τι άλλο θα του λέγατε, προκειμένου να αγαπήσει πάνω απ΄όλα την μουσική;

Να έχει καλό παιδαγωγό, καλούς δασκάλους. Υστερούμε πάρα πολύ. Είμαστε ανάπηροι από μουσικούς παιδαγωγούς. Είναι μια πολύ μεγάλη παθολογία, ένα τεράστιο θέμα.  Αλλά αυτό δεν αλλάζει από την μια μέρα την άλλη. 

"Στον πατέρα μου χρωστάω πολλά και θα πρέπει να κάνω πολλά γι΄αυτόν. Πριν πεθάνει, είχε γράψει τις μνήμες του, που αφορούν την ιστορία των Τρικάλων. Είχε αναπτύξει τεράστια δραστηριότητα και θα πρέπει να την αναδείξω και να την αξιοποιήσω. Και θα γίνει"

Σας γνωρίζουμε μουσικά και μέσα από το «Σμάλτο». Μπορούμε να πούμε πως είναι κάτι διαφορετικό από εσάς; 

Είναι η σχέση μου με το τραγούδι που είναι πολύ δυνατή. Από την παιδική μου ηλικία υπάρχει αυτό. Στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», που έγραψε η μητέρα μου επί δικτατορίας, εγώ παίζω στην ηχογράφηση. Από μικρή έπαιζα μαζί της. 

Το «Σμάλτο» το αγαπώ πολύ, με εκφράζει ακόμη. Ωστόσο, αυτήν την στιγμή περιμένω να περάσει η ταλαιπωρία με τον covid για να ηχογραφήσω κάτι καινούργιο. Τραγούδια μου πάνω σε ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη. 

Τι άλλο θα θέλατε να κάνετε; Έχετε κάτι στο νου σας για το μέλλον; 

Μ΄αρέσει πάρα πολύ να ηχογραφώ, να γράφω, να ζω. Περνάω μια καλή περίοδο και σκέφτομαι ότι έτσι θέλω να συνεχίσω, όπου με βγάλει ο δρόμος. Δηλαδή, να έχει κανείς ανοικτές τις κεραίες του και να ανακαλύπτει καινούργια πράγματα. 

Τι επίλογο θα θέλατε να βάλουμε σε αυτήν την ωραία κουβέντα; Με τι θα θέλατε να κλείσει; 

Με κάποια λόγια για τον πατέρα μου, Λεωνίδα Παπαστεφάνου, στον οποίο χρωστάω πολλά και για τον οποίον πρέπει να κάνω πολλά. Πριν πεθάνει, είχε γράψει τις μνήμες του, που αφορούν την ιστορία των Τρικάλων. Είχε αναπτύξει τεράστια δραστηριότητα και θα πρέπει να την αναδείξω και να την αξιοποιήσω. Και θα γίνει. Επίσης θα πρέπει να γνωρίσω και στον γιο μου, που λέγεται επίσης Λεωνίδας, την πόλη των Τρικάλων... Ο οποίος, μετά το πιάνο που έκανε στην παιδική του ηλικία με μεγάλη ευχέρεια, στην συνέχεια, 12 χρονών ξεκίνησε να μελετά βιολοντσέλο, το οποίο απέκτησε από τον παππού του! 

Ο πατέρας μου, δικηγόρος και κατόπιν συμβολαιογράφος στην Αθήνα, έπαιζε βιολοντσέλο, ξεκίνησε γύρω στα 40 του, παθιασμένα, με τον Μισέλ Ρεσέτνικοφ, έναν Ρώσο που ζούσε στα Τρίκαλα. Ακόμα θυμάμαι την φιλία τους. Έτσι, το βιολοντσέλο του πέρασε στον γιο μου, παρόλο που δεν έγινε μουσικός! 

Μαρία Στίμου, trikalaenimerosi.gr